ἁρμόζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἁρμόζω
ἁρμόσω
ἥρμοσα
ἥρμοκα
ἥρμοσμαι
ἡρμόσθην
Structure:
ἁρμόζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: A)/rw
Sense
- I fit together, join
- I betroth
- I arrange, govern, command
- I compose
- I fit, suit, am adapted well for
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἀώτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ’ ἀναξίαισ ἑκόντεσ, οἵ τε κρανααῖσ ἐν Ἀθάναισιν ἁρ́μοζον στρατόν, οἵ τ’ ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηϊάδαι. (Pindar, Odes, nemean odes, nemean 8 3:4)
- ἢν δὲ ἔτι καθάρσιοσ τὰ πτύαλα δέηται, τοῖσι κηρώμασι Ῥητίνησ ξυντήκειν, ἢ τοῦ θείου τοῦ ἀπύρου ξυμμίσγειν · καὶ αὖθισ πυρίην τὸ χωρίον ἔχειν· ὡσ τρόποσ δὲ σικύησ· ἔχειν ὦν χρὴ κεραμεο ῦν κοῦφον ἁρμόζον τῇ πλευρῇ, εὐρὺ, ἤ τι χάλκεον, πρηνὲσ ἐπὶ τὰ χείλεα ἀμφιθεῖ ναι τοῖσι ἀλγέουσι· ὑποτιθέναι δὲ φλόγα μεγάλην ξὺν λίπαϊ, ὅκωσ ζῶσα ἐσ πολλὸν διαρκέῃ χρόνον· μὴ περισφίγγειν δὲ τὰ χείλεα πρὸσ τῇ σαρκὶ, ἀλλ’ ἐσ διαπνοὴν διαδοχή τισ ἔστω ὡσ μὴ διασβεσθέῃ τῇ πνιγί· ἐσ πολλὸν δὲ ἐξάπτεσθαι ἔνι· ἡ γὰρ ἔνδον ἐκείνου θέρμη, ἄριστον μὲν πυρίημα, ἀγαθὴ δὲ πρόκλησισ ἱδρώτων. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 402)
- κατ’ ἀρετὴν γάρ, καὶ τῷ ἀμείνονι πλέον ἀγαθόν, καὶ τὸ ἁρμόζον ἑκάστῳ· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 8 114:5)
- Περὶ δὲ τῆσ ἐπιδόσιοσ ἐσ πλῆθοσ τοῦ Ῥοφήματοσ, ἢν μὲν ξηρότερον ᾖ τὸ νούσημα ἢ ὡσ ἄν τισ οἰοίτο, οὐ χρὴ ἐπὶ πλέον διδόναι, ἀλλὰ προπίνειν πρὸ τοῦ Ῥοφήματοσ ἢ μελίκρητον, ἢ οἶνον, ὁκότερον ἂν ἁρμόζῃ‧ τὸ δ’ ἁρμόζον ἐφ’ ἑκάστοισι τῶν τρόπων εἰρήσεται. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 4.6)
- Ἕτεροσ τρόποσ ἰήσιοσ αἱμοῤῬοί̈δων‧ καυστῆρα ποιήσασθαι, οἱο͂ν καλαμίσκον φραγμίτην‧ σιδήριον δὲ ἐναρμόσαι καλῶσ ἁρμόζον‧ ἔπειτα τὸν αὐλίσκον ἐνθεὶσ ἐσ τὴν ἕδρην, διαφαῖνον τὸ σιδήριον καθιέναι, καὶ πυκνὰ ἐξαιρέειν, ἵνα μᾶλλον ἀνέχηται θερμαινόμενοσ‧ καὶ οὔτε ἕλκοσ ἕξει ὑπὸ τῆσ θερμασίησ, ὑγιέα τε ξηρανθέντα τὰ φλέβια. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 6.1)
Synonyms
-
I fit together
- καθαρμόζω (to join or fit to)
- συναραρίσκω (to join together.)
- ζεύγνυμι (to join together, well-joined)
- συναρμόζω (to fit together, to close)
- συνεπιτίθημι (to join in attacking, together)
- συμμαίνομαι (to be mad together, join in madness)
- συναρμόζω (to fit together, agree)
- συναίρω (to be joined together, unite)
- συνθάπτω (to bury together, join in burying, with)
- ἁρμολογέω (to join, pile together)
- συνάπτω (I join together, connect.)
- συναρμολογέομαι (to be fitted or framed together)
- συγκαθαιρέω (to put down together, to join in putting down)
-
I betroth
-
I arrange
-
I compose
-
I fit
Derived
- διαρμόζω (to distribute in various places, dispose)
- ἐναρμόζω (to fit or fix in, to fit, adapt)
- ἐφαρμόζω (to fit on or to, to fit, to be adapted to)
- καθαρμόζω (to join or fit to)
- μεθαρμόζω (to dispose differently, to correct, to dispose for oneself)
- περιαρμόζω (to fit on all round)
- προσαρμόζω (to fit to, attach closely to, to adapt)
- συναρμόζω (to fit together, to close, to put together)