ἁρμόζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἁρμόζω
ἁρμόσω
ἥρμοσα
ἥρμοκα
ἥρμοσμαι
ἡρμόσθην
Structure:
ἁρμόζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: A)/rw
Sense
- I fit together, join
- I betroth
- I arrange, govern, command
- I compose
- I fit, suit, am adapted well for
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Ἔπειτα χρὴ δέρματοσ καρχηδονίου, ἢν μὲν νηπιώτεροσ ἐῄ ὁ τρωθεὶσ, ἀρκέει τῷ λοπῷ χρέεσθαι, ἢν δὲ τελειότεροσ ἐῄ, αὐτῷ τῷ δέρματι‧ ταμόντα δὲ χρὴ εὖροσ ὡσ τριδάκτυλον, ἢ ὅκωσ ἂν ἁρμόζῃ, ὑπαλείψαντα κόμμι τὴν γνάθον εὑ̓μενέστερον γὰῤ, κόλλῃ προσκολλῆσαι τὸ δέρμα ἄκρον πρὸσ τὸ ἀποκεκαυλισμένον τῆσ γνάθου, ἀπολείποντα ὡσ δάκτυλον ἀπὸ τοῦ τρώματοσ ἢ ὀλίγῳ πλέον‧ τοῦτο μὲν ἐσ τὸ κάτω μέροσ‧ ἐχέτω δὲ ἐντομὴν κατὰ τὴν ἴξιν τοῦ γενείου ὁ ἱμὰσ, ὡσ ἀμφιβεβήκῃ ἀμφὶ τὸ ὀξὺ τοῦ γενείου. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 33.4)
- Ἕτεροσ τρόποσ ἐμβολῆσ‧ ἢν ἐσ τὸ ἔσω ὠλισθήκῃ, στρωτῆρα χρὴ διαδῆσαι μεταξὺ δύο στύλων, ὕψοσ ἔχοντα σύμμετρον‧ προεχέτω δὲ τοῦ στρωτῆροσ κατὰ τὸ ἓν μέροσ δκόσον τὸ πυγαῖον‧ περιδήσασ δὲ περὶ τὸ στῆθοσ τοῦ ἀνθρώπου ἱμάτιον, ἐπικαθίσαι τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ τὸ προέχον τοῦ στρωτῆροσ‧ εἶτα προσλαβεῖν τὸ στῆθοσ πρὸσ τὸν στύλον πλατέϊ τινί‧ ἔπειτα τὸ μὲν ὑγιὲσ σκέλοσ κατεχέτω τισ, ὡσ μὴ περισφάλληται‧ ἐκ δὲ τοῦ σιναροῦ ἐκκρεμάσαι βάροσ, ὅσον ἂν ἁρμόζῃ, ὡσ καὶ πρόσθεν ἤδη εἴρηται. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 78.5)
- οὐκέτι συρίγγων νόμιον μέλοσ ἀγχόθι ταύτασ ἁρμόζῃ βλωθρᾶσ, Θηρίμαχε, πλατάνου· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 1741)
- Περὶ δὲ τῆσ ἐπιδόσιοσ ἐσ πλῆθοσ τοῦ Ῥοφήματοσ, ἢν μὲν ξηρότερον ᾖ τὸ νούσημα ἢ ὡσ ἄν τισ οἰοίτο, οὐ χρὴ ἐπὶ πλέον διδόναι, ἀλλὰ προπίνειν πρὸ τοῦ Ῥοφήματοσ ἢ μελίκρητον, ἢ οἶνον, ὁκότερον ἂν ἁρμόζῃ‧ τὸ δ’ ἁρμόζον ἐφ’ ἑκάστοισι τῶν τρόπων εἰρήσεται. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 4.6)
Synonyms
-
I fit together
- καθαρμόζω (to join or fit to)
- συναραρίσκω (to join together.)
- ζεύγνυμι (to join together, well-joined)
- συναρμόζω (to fit together, to close)
- συνεπιτίθημι (to join in attacking, together)
- συμμαίνομαι (to be mad together, join in madness)
- συναρμόζω (to fit together, agree)
- συναίρω (to be joined together, unite)
- συνθάπτω (to bury together, join in burying, with)
- ἁρμολογέω (to join, pile together)
- συνάπτω (I join together, connect.)
- συναρμολογέομαι (to be fitted or framed together)
- συγκαθαιρέω (to put down together, to join in putting down)
-
I betroth
-
I arrange
-
I compose
-
I fit
Derived
- διαρμόζω (to distribute in various places, dispose)
- ἐναρμόζω (to fit or fix in, to fit, adapt)
- ἐφαρμόζω (to fit on or to, to fit, to be adapted to)
- καθαρμόζω (to join or fit to)
- μεθαρμόζω (to dispose differently, to correct, to dispose for oneself)
- περιαρμόζω (to fit on all round)
- προσαρμόζω (to fit to, attach closely to, to adapt)
- συναρμόζω (to fit together, to close, to put together)