ἁρμόζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἁρμόζω
ἁρμόσω
ἥρμοσα
ἥρμοκα
ἥρμοσμαι
ἡρμόσθην
Structure:
ἁρμόζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: A)/rw
Sense
- I fit together, join
- I betroth
- I arrange, govern, command
- I compose
- I fit, suit, am adapted well for
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εἶτα διαδήσασ καὶ κατὰ τοὺσ ὤμουσ τελαμῶσι καρτεροῖσ ἁρμοσάμενοσ καὶ πρὸσ ἄκροισ τοῖσ ὠκυπτέροισ λαβάσ τινασ ταῖσ χερσὶ παρασκευάσασ ἐπειρώμην ἐμαυτοῦ τὸ πρῶτον ἀναπηδῶν καὶ ταῖσ χερσὶ ὑπηρετῶν καὶ ὥσπερ οἱ χῆνεσ ἔτι χαμαιπετῶσ ἐπαιρόμενοσ καὶ ἀκροβατῶν ἅμα μετὰ τῆσ πτήσεωσ· (Lucian, Icaromenippus, (no name) 10:9)
- Ἀσίασ καὶ πολλαχοῦ πρὸσ ἀπόστασιν ὑπεικούσησ, ἁρμοσάμενοσ τὰσ αὐτόθι πόλεισ, καὶ ταῖσ πολιτείαισ δίχα φόνου καὶ φυγῆσ ἀνθρώπων ἀποδοὺσ τὸν προσήκοντα κόσμον, ἐγνώκει πρόσω χωρεῖν, καὶ τὸν πόλεμον διάρασ ἀπὸ τῆσ Ἑλληνικῆσ θαλάττησ, περὶ τὸν σώματοσ βασιλεῖ καὶ τῆσ ἐν Ἐκβατάνοισ καὶ Σούσοισ εὐδαιμονίασ διαμάχεσθαι, καὶ περισπάσαι πρῶτον αὐτοῦ τὴν σχολήν, ὡσ μὴ καθέζοιτο τοὺσ πολέμουσ βραβεύων τοῖσ Ἕλλησι καὶ διαφθείρων τοὺσ δημαγωγούσ, ἐν τούτῳ δὲ ἀφικνεῖται πρὸσ αὐτὸν Ἐπικυδίδασ ὁ Σπαρτιάτησ, ἀπαγγέλλων ὅτι πολὺσ περιέστηκε τὴν Σπάρτην πόλεμοσ Ἑλληνικόσ, καὶ καλοῦσιν ἐκεῖνον οἱ ἔφοροι καὶ κελεύουσι τοῖσ οἴκοι βοηθεῖν. (Plutarch, Agesilaus, chapter 15 1:3)
- ἦν ἡ μικτή τε καὶ σύνθετοσ ἐκ τούτων τῶν δυεῖν, ἣν ὁ μὲν πρῶτοσ ἁρμοσάμενοσ καὶ καταστήσασ εἰσ τὸν νῦν ὑπάρχοντα κόσμον εἴτε Θρασύμαχοσ ὁ Καλχηδόνιοσ ἦν, ὡσ οἰέται Θεόφραστοσ, εἴτε ἄλλοσ τισ, οὐκ ἔχω λέγειν. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 34)
- οἳ τῶν ἴσων ἀπ’ ἀρχῆσ τετυχηκότεσ, ἐν δὲ τῷ κλήρῳ καὶ πλέον ἔχειν ἐκείνων δόξαντεσ, οὐκ ἐπὶ πολὺν χρόνον εὐδαιμόνησαν, ἀλλ’ ὕβρει μὲν τῶν βασιλέων, οὐκ εὐπειθείᾳ δὲ τῶν ὄχλων, τὰ καθεστῶτα συνταράξαντεσ ἔδειξαν ὅτι θεῖον ἦν ὡσ ἀληθῶσ εὐτύχημα τοῖσ Σπαρτιάταισ ὁ τὴν πολιτείαν ἁρμοσάμενοσ καὶ κεράσασ παρ’ αὐτοῖσ. (Plutarch, Lycurgus, chapter 7 3:1)
- ἁρμοσάμενοσ δὲ τὸ πλῆθοσ ἅπαν ὥσπερ ὄργανον πρὸσ ἕνα τὸν τοῦ κοινῇ συμφέροντοσ λογισμὸν καὶ τῆσ πόλεωσ τὸν περίβολον αὐξήσασ τῷ Κυρινείῳ λόφῳ ̔τέωσ γὰρ ἔτι ἀτείχιστοσ ἦν’ τότε τῶν ἄλλων πολιτευμάτων ἥπτετο δύο ταῦτα πραγματευόμενοσ, οἷσ κοσμηθεῖσαν ὑπελάμβανεν τὴν πόλιν εὐδαίμονα γενησεσθαι καὶ μεγάλην· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 62 7:1)
Synonyms
-
I fit together
- καθαρμόζω (to join or fit to)
- συναραρίσκω (to join together.)
- ζεύγνυμι (to join together, well-joined)
- συναρμόζω (to fit together, to close)
- συνεπιτίθημι (to join in attacking, together)
- συμμαίνομαι (to be mad together, join in madness)
- συναρμόζω (to fit together, agree)
- συναίρω (to be joined together, unite)
- συνθάπτω (to bury together, join in burying, with)
- ἁρμολογέω (to join, pile together)
- συνάπτω (I join together, connect.)
- συναρμολογέομαι (to be fitted or framed together)
- συγκαθαιρέω (to put down together, to join in putting down)
-
I betroth
-
I arrange
-
I compose
-
I fit
Derived
- διαρμόζω (to distribute in various places, dispose)
- ἐναρμόζω (to fit or fix in, to fit, adapt)
- ἐφαρμόζω (to fit on or to, to fit, to be adapted to)
- καθαρμόζω (to join or fit to)
- μεθαρμόζω (to dispose differently, to correct, to dispose for oneself)
- περιαρμόζω (to fit on all round)
- προσαρμόζω (to fit to, attach closely to, to adapt)
- συναρμόζω (to fit together, to close, to put together)