- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποβαίνω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: apobainō 고전 발음: [아뽀바노:] 신약 발음: [아뽀배노]

기본형: ἀποβαίνω

형태분석: ἀπο (접두사) + βαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 양륙하다, 내리다, 걸어나가다, 뛰어내리다, 착륙하다
  2. 출발하다, 떠나다, 떠나가다, 가다
  3. 내다, 끊다, 발매하다, 방송하다, 공표하다, 누설하다
  4. 일어나다, 계승하다, 성공하다, 잘되다
  5. 입증하다, 증명하다, 논증하다, 시도하다
  6. 양륙하다, 착륙하다, 내리다, 걸어나가다
  1. to step off from, to alight or disembark from, to disembark, to dismount
  2. to go away, depart, to come to naught
  3. to issue or result from, the issue, event, the results, the probable results
  4. to turn out, to turn out well, succeed
  5. to end by being, to prove, things ended
  6. to make to dismount, disembark, land

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποβαίνω

(나는) 양륙한다

ἀποβαίνεις

(너는) 양륙한다

ἀποβαίνει

(그는) 양륙한다

쌍수 ἀποβαίνετον

(너희 둘은) 양륙한다

ἀποβαίνετον

(그 둘은) 양륙한다

복수 ἀποβαίνομεν

(우리는) 양륙한다

ἀποβαίνετε

(너희는) 양륙한다

ἀποβαίνουσι(ν)

(그들은) 양륙한다

접속법단수 ἀποβαίνω

(나는) 양륙하자

ἀποβαίνῃς

(너는) 양륙하자

ἀποβαίνῃ

(그는) 양륙하자

쌍수 ἀποβαίνητον

(너희 둘은) 양륙하자

ἀποβαίνητον

(그 둘은) 양륙하자

복수 ἀποβαίνωμεν

(우리는) 양륙하자

ἀποβαίνητε

(너희는) 양륙하자

ἀποβαίνωσι(ν)

(그들은) 양륙하자

기원법단수 ἀποβαίνοιμι

(나는) 양륙하기를 (바라다)

ἀποβαίνοις

(너는) 양륙하기를 (바라다)

ἀποβαίνοι

(그는) 양륙하기를 (바라다)

쌍수 ἀποβαίνοιτον

(너희 둘은) 양륙하기를 (바라다)

ἀποβαινοίτην

(그 둘은) 양륙하기를 (바라다)

복수 ἀποβαίνοιμεν

(우리는) 양륙하기를 (바라다)

ἀποβαίνοιτε

(너희는) 양륙하기를 (바라다)

ἀποβαίνοιεν

(그들은) 양륙하기를 (바라다)

명령법단수 ἀποβαίνε

(너는) 양륙해라

ἀποβαινέτω

(그는) 양륙해라

쌍수 ἀποβαίνετον

(너희 둘은) 양륙해라

ἀποβαινέτων

(그 둘은) 양륙해라

복수 ἀποβαίνετε

(너희는) 양륙해라

ἀποβαινόντων, ἀποβαινέτωσαν

(그들은) 양륙해라

부정사 ἀποβαίνειν

양륙하는 것

분사 남성여성중성
ἀποβαινων

ἀποβαινοντος

ἀποβαινουσα

ἀποβαινουσης

ἀποβαινον

ἀποβαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποβαίνομαι

(나는) 양륙된다

ἀποβαίνει, ἀποβαίνῃ

(너는) 양륙된다

ἀποβαίνεται

(그는) 양륙된다

쌍수 ἀποβαίνεσθον

(너희 둘은) 양륙된다

ἀποβαίνεσθον

(그 둘은) 양륙된다

복수 ἀποβαινόμεθα

(우리는) 양륙된다

ἀποβαίνεσθε

(너희는) 양륙된다

ἀποβαίνονται

(그들은) 양륙된다

접속법단수 ἀποβαίνωμαι

(나는) 양륙되자

ἀποβαίνῃ

(너는) 양륙되자

ἀποβαίνηται

(그는) 양륙되자

쌍수 ἀποβαίνησθον

(너희 둘은) 양륙되자

ἀποβαίνησθον

(그 둘은) 양륙되자

복수 ἀποβαινώμεθα

(우리는) 양륙되자

ἀποβαίνησθε

(너희는) 양륙되자

ἀποβαίνωνται

(그들은) 양륙되자

기원법단수 ἀποβαινοίμην

(나는) 양륙되기를 (바라다)

ἀποβαίνοιο

(너는) 양륙되기를 (바라다)

ἀποβαίνοιτο

(그는) 양륙되기를 (바라다)

쌍수 ἀποβαίνοισθον

(너희 둘은) 양륙되기를 (바라다)

ἀποβαινοίσθην

(그 둘은) 양륙되기를 (바라다)

복수 ἀποβαινοίμεθα

(우리는) 양륙되기를 (바라다)

ἀποβαίνοισθε

(너희는) 양륙되기를 (바라다)

ἀποβαίνοιντο

(그들은) 양륙되기를 (바라다)

명령법단수 ἀποβαίνου

(너는) 양륙되어라

ἀποβαινέσθω

(그는) 양륙되어라

쌍수 ἀποβαίνεσθον

(너희 둘은) 양륙되어라

ἀποβαινέσθων

(그 둘은) 양륙되어라

복수 ἀποβαίνεσθε

(너희는) 양륙되어라

ἀποβαινέσθων, ἀποβαινέσθωσαν

(그들은) 양륙되어라

부정사 ἀποβαίνεσθαι

양륙되는 것

분사 남성여성중성
ἀποβαινομενος

ἀποβαινομενου

ἀποβαινομενη

ἀποβαινομενης

ἀποβαινομενον

ἀποβαινομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποβήσω

(나는) 양륙하겠다

ἀποβήσεις

(너는) 양륙하겠다

ἀποβήσει

(그는) 양륙하겠다

쌍수 ἀποβήσετον

(너희 둘은) 양륙하겠다

ἀποβήσετον

(그 둘은) 양륙하겠다

복수 ἀποβήσομεν

(우리는) 양륙하겠다

ἀποβήσετε

(너희는) 양륙하겠다

ἀποβήσουσι(ν)

(그들은) 양륙하겠다

기원법단수 ἀποβήσοιμι

(나는) 양륙하겠기를 (바라다)

ἀποβήσοις

(너는) 양륙하겠기를 (바라다)

ἀποβήσοι

(그는) 양륙하겠기를 (바라다)

쌍수 ἀποβήσοιτον

(너희 둘은) 양륙하겠기를 (바라다)

ἀποβησοίτην

(그 둘은) 양륙하겠기를 (바라다)

복수 ἀποβήσοιμεν

(우리는) 양륙하겠기를 (바라다)

ἀποβήσοιτε

(너희는) 양륙하겠기를 (바라다)

ἀποβήσοιεν

(그들은) 양륙하겠기를 (바라다)

부정사 ἀποβήσειν

양륙할 것

분사 남성여성중성
ἀποβησων

ἀποβησοντος

ἀποβησουσα

ἀποβησουσης

ἀποβησον

ἀποβησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποβήσομαι

(나는) 양륙되겠다

ἀποβήσει, ἀποβήσῃ

(너는) 양륙되겠다

ἀποβήσεται

(그는) 양륙되겠다

쌍수 ἀποβήσεσθον

(너희 둘은) 양륙되겠다

ἀποβήσεσθον

(그 둘은) 양륙되겠다

복수 ἀποβησόμεθα

(우리는) 양륙되겠다

ἀποβήσεσθε

(너희는) 양륙되겠다

ἀποβήσονται

(그들은) 양륙되겠다

기원법단수 ἀποβησοίμην

(나는) 양륙되겠기를 (바라다)

ἀποβήσοιο

(너는) 양륙되겠기를 (바라다)

ἀποβήσοιτο

(그는) 양륙되겠기를 (바라다)

쌍수 ἀποβήσοισθον

(너희 둘은) 양륙되겠기를 (바라다)

ἀποβησοίσθην

(그 둘은) 양륙되겠기를 (바라다)

복수 ἀποβησοίμεθα

(우리는) 양륙되겠기를 (바라다)

ἀποβήσοισθε

(너희는) 양륙되겠기를 (바라다)

ἀποβήσοιντο

(그들은) 양륙되겠기를 (바라다)

부정사 ἀποβήσεσθαι

양륙될 것

분사 남성여성중성
ἀποβησομενος

ἀποβησομενου

ἀποβησομενη

ἀποβησομενης

ἀποβησομενον

ἀποβησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπέβαινον

(나는) 양륙하고 있었다

ἀπέβαινες

(너는) 양륙하고 있었다

ἀπέβαινε(ν)

(그는) 양륙하고 있었다

쌍수 ἀπεβαίνετον

(너희 둘은) 양륙하고 있었다

ἀπεβαινέτην

(그 둘은) 양륙하고 있었다

복수 ἀπεβαίνομεν

(우리는) 양륙하고 있었다

ἀπεβαίνετε

(너희는) 양륙하고 있었다

ἀπέβαινον

(그들은) 양륙하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεβαινόμην

(나는) 양륙되고 있었다

ἀπεβαίνου

(너는) 양륙되고 있었다

ἀπεβαίνετο

(그는) 양륙되고 있었다

쌍수 ἀπεβαίνεσθον

(너희 둘은) 양륙되고 있었다

ἀπεβαινέσθην

(그 둘은) 양륙되고 있었다

복수 ἀπεβαινόμεθα

(우리는) 양륙되고 있었다

ἀπεβαίνεσθε

(너희는) 양륙되고 있었다

ἀπεβαίνοντο

(그들은) 양륙되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἵππος ἀδάμαστος ἀποβαίνει σκληρός, καὶ υἱὸς ἀνειμένος ἐκβαίνει προαλής. (Septuagint, Liber Sirach 30:8)

    (70인역 성경, Liber Sirach 30:8)

  • ἕτερος δέ τις οὐκ ἀγεννὴς λόγος, ἀλλὰ καὶ πάνυ γενναῖος, ὥς φησι, καὶ μεταξύ μου λέγοντος ὑπέκρουε καὶ διακόπτειν ἐπειρᾶτο τὴν ῥῆσιν καὶ ἐπειδὴ πέπαυμαι, οὐκ ἀληθῆ ταῦτα λέγειν φησὶ με, ἀλλὰ θαυμάζειν, εἰ φάσκοιμι ἐπιτηδειότερον εἶναι πρὸς λόγων ἐπίδειξιν οἴκου κάλλος γραφῇ καὶ χρυσῷ κεκοσμημένον αὐτὸ γάρ που τοὐναντίον ἀποβαίνειν. (Lucian, De Domo, (no name) 14:1)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 14:1)

  • ἀποβαίνετε δ ὅμως: (Lucian, Cataplus, (no name) 21:8)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 21:8)

  • λέγε οὖν τὸν λόγον ἐξ ἀρχῆς καθ ὅ τι τοὺς νέους παραλαβόντες ἐκ παίδων εὐθὺς διαπονεῖτε, καὶ ὅπως ὑμῖν ἄριστοι ἄνδρες ἀποβαίνουσιν ἐκ τοῦ πηλοῦ καὶ τῶν ἀσκημάτων τούτων, καί τί ἡ κόνις καὶ τὰ κυβιστήματα συντελεῖ πρὸς ἀρετὴν αὐτοῖς. (Lucian, Anacharsis, (no name) 18:5)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 18:5)

  • Κομβάβος μέν νυν τὸ ἀπὸ τοῦδε ἀσφαλέα ὁδὸν ἤνυεν ἀπικόμενοι δὲ ἐς τὴν ἱρὴν πόλιν σπουδῇ τὸν νηὸν οἰκοδόμεον καὶ σφίσι τρία ἔτεα ἐν τῷ ἔργῳ ἐξεγένετο, ἐν τοῖσι ἀπέβαινε τάπερ ὁ Κομβάβος ὀρρώδεεν. (Lucian, De Syria dea, (no name) 21:1)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 21:1)

유의어

  1. 양륙하다

  2. 출발하다

  3. 일어나다

  4. 양륙하다

관련어

명사

형용사

동사

접속사

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION