Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄπειρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄπειρος ἄπειρος ἄπειρον

Structure: ἀ (Prefix) + πειρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pei=ra

Sense

  1. without trial or experience, not used to, ignorant of, unacquainted with
  2. (absolute) inexperienced, ignorant

Examples

  • θαυμαστὸσ δ’ ὁ Κῦροσ, ὅτι καὶ τὰσ ἁμίλλασ ἐποιεῖτο πρὸσ τοὺσ ἥλικασ, οὐκ ἐν οἷσ κρείττων ἀλλ’ ἐν οἷσ ἀπειρότεροσ ἦν ἐκείνων, εἰσ ταῦτα προκαλούμενοσ, ἵνα μήτε λυπῇ παρευδοκιμῶν καὶ μανθάνων ὠφελῆται. (Plutarch, De garrulitate, section 22 5:3)
  • θαυμαστὸσ δ’ ὁ Κῦροσ, ὅτι καὶ τὰσ ἁμίλλασ ἐποιεῖτο πρὸσ τοὺσ ἥλικασ, οὐκ ἐν οἷσ κρείττων ἀλλ’ ἐν οἷσ ἀπειρότεροσ ἦν ἐκείνων, εἰσ ταῦτα προκαλούμενοσ· (Plutarch, De garrulitate, section 22 14:1)
  • ὅτου δὲ αὐτὸσ ἀπειρότεροσ εἰή, πρὸσ τοὺσ ἐπισταμένουσ ἦγεν αὐτούσ. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 7 2:5)
  • δοκεῖ μὲν γὰρ καὶ τὴν ἐμπειρικὴν περὶ ἕκαστα δύναμιν καὶ τὴν ἐπὶ τῆσ πολυπραγμοσύνησ ἕξιν παρεσκευάσθαι καὶ συλλήβδην φιλοπόνωσ προσεληλυθέναι πρὸσ τὸ γράφειν τὴν ἱστορίαν, ἐν ἐνίοισ δ’ οὐδεὶσ οὔτ’ ἀπειρότεροσ οὔτ’ ἀφιλοπονώτεροσ φαίνεται γεγονέναι τῶν ἐπ’ ὀνόματοσ συγγραφέων. (Polybius, Histories, book 12, chapter 27a 3:1)

Synonyms

  1. without trial or experience

  2. inexperienced

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION