헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄπειρος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄπειρος ἄπειρος ἄπειρον

형태분석: ἀ (접두사) + πειρ (어간) + ος (어미)

어원: pei=ra

  1. 무식한, 어린, 무지한, 모르는, 낯선
  2. 무식한, 어린, 무지한
  1. without trial or experience, not used to, ignorant of, unacquainted with
  2. (absolute) inexperienced, ignorant

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ά̓πειρος

무식한 (이)가

ά̓πειρον

무식한 (것)가

속격 ἀπείρου

무식한 (이)의

ἀπείρου

무식한 (것)의

여격 ἀπείρῳ

무식한 (이)에게

ἀπείρῳ

무식한 (것)에게

대격 ά̓πειρον

무식한 (이)를

ά̓πειρον

무식한 (것)를

호격 ά̓πειρε

무식한 (이)야

ά̓πειρον

무식한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀπείρω

무식한 (이)들이

ἀπείρω

무식한 (것)들이

속/여 ἀπείροιν

무식한 (이)들의

ἀπείροιν

무식한 (것)들의

복수주격 ά̓πειροι

무식한 (이)들이

ά̓πειρα

무식한 (것)들이

속격 ἀπείρων

무식한 (이)들의

ἀπείρων

무식한 (것)들의

여격 ἀπείροις

무식한 (이)들에게

ἀπείροις

무식한 (것)들에게

대격 ἀπείρους

무식한 (이)들을

ά̓πειρα

무식한 (것)들을

호격 ά̓πειροι

무식한 (이)들아

ά̓πειρα

무식한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • θαυμαστὸσ δ’ ὁ Κῦροσ, ὅτι καὶ τὰσ ἁμίλλασ ἐποιεῖτο πρὸσ τοὺσ ἥλικασ, οὐκ ἐν οἷσ κρείττων ἀλλ’ ἐν οἷσ ἀπειρότεροσ ἦν ἐκείνων, εἰσ ταῦτα προκαλούμενοσ, ἵνα μήτε λυπῇ παρευδοκιμῶν καὶ μανθάνων ὠφελῆται. (Plutarch, De garrulitate, section 22 5:3)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 22 5:3)

  • θαυμαστὸσ δ’ ὁ Κῦροσ, ὅτι καὶ τὰσ ἁμίλλασ ἐποιεῖτο πρὸσ τοὺσ ἥλικασ, οὐκ ἐν οἷσ κρείττων ἀλλ’ ἐν οἷσ ἀπειρότεροσ ἦν ἐκείνων, εἰσ ταῦτα προκαλούμενοσ· (Plutarch, De garrulitate, section 22 14:1)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 22 14:1)

  • ὅτου δὲ αὐτὸσ ἀπειρότεροσ εἰή, πρὸσ τοὺσ ἐπισταμένουσ ἦγεν αὐτούσ. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 7 2:5)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 7 2:5)

  • δοκεῖ μὲν γὰρ καὶ τὴν ἐμπειρικὴν περὶ ἕκαστα δύναμιν καὶ τὴν ἐπὶ τῆσ πολυπραγμοσύνησ ἕξιν παρεσκευάσθαι καὶ συλλήβδην φιλοπόνωσ προσεληλυθέναι πρὸσ τὸ γράφειν τὴν ἱστορίαν, ἐν ἐνίοισ δ’ οὐδεὶσ οὔτ’ ἀπειρότεροσ οὔτ’ ἀφιλοπονώτεροσ φαίνεται γεγονέναι τῶν ἐπ’ ὀνόματοσ συγγραφέων. (Polybius, Histories, book 12, chapter 27a 3:1)

    (폴리비오스, Histories, book 12, chapter 27a 3:1)

유의어

  1. 무식한

  2. 무식한

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION