헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χωριστός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χωριστός χωριστή χωριστόν

형태분석: χωριστ (어간) + ος (어미)

어원: xwri/zw의 분사형

  1. separated, separable
  2. separate or separable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 χωριστός

(이)가

χωριστή

(이)가

χωριστόν

(것)가

속격 χωριστοῦ

(이)의

χωριστῆς

(이)의

χωριστοῦ

(것)의

여격 χωριστῷ

(이)에게

χωριστῇ

(이)에게

χωριστῷ

(것)에게

대격 χωριστόν

(이)를

χωριστήν

(이)를

χωριστόν

(것)를

호격 χωριστέ

(이)야

χωριστή

(이)야

χωριστόν

(것)야

쌍수주/대/호 χωριστώ

(이)들이

χωριστᾱ́

(이)들이

χωριστώ

(것)들이

속/여 χωριστοῖν

(이)들의

χωρισταῖν

(이)들의

χωριστοῖν

(것)들의

복수주격 χωριστοί

(이)들이

χωρισταί

(이)들이

χωριστά

(것)들이

속격 χωριστῶν

(이)들의

χωριστῶν

(이)들의

χωριστῶν

(것)들의

여격 χωριστοῖς

(이)들에게

χωρισταῖς

(이)들에게

χωριστοῖς

(것)들에게

대격 χωριστούς

(이)들을

χωριστᾱ́ς

(이)들을

χωριστά

(것)들을

호격 χωριστοί

(이)들아

χωρισταί

(이)들아

χωριστά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢ οὐ χωριστοὺσ ἀλλ’ ἐν τοῖσ αἰσθητοῖσ οὐχ οὕτωσ δ’ ὡσ τὸ πρῶτον ἐπεσκοποῦμεν, ἀλλ’ ὡσ ἐκ τῶν ἀριθμῶν ἐνυπαρχόντων ὄντα τὰ αἰσθητά ἢ τὸν μὲν αὐτῶν εἶναι τὸν δὲ μή, ἢ πάντασ εἶναι. (Aristotle, Metaphysics, Book 13 93:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 13 93:1)

  • οἱ μὲν οὖν ἀμφοτέρουσ φασὶν εἶναι τοὺσ ἀριθμούσ, τὸν μὲν ἔχοντα τὸ πρότερον καὶ ὕστερον τὰσ ἰδέασ, τὸν δὲ μαθηματικὸν παρὰ τὰσ ἰδέασ καὶ τὰ αἰσθητά, καὶ χωριστοὺσ ἀμφοτέρουσ τῶν αἰσθητῶν· (Aristotle, Metaphysics, Book 13 96:2)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 13 96:2)

  • οἱ δὲ Πυθαγόρειοι διὰ τὸ ὁρᾶν πολλὰ τῶν ἀριθμῶν πάθη ὑπάρχοντα τοῖσ αἰσθητοῖσ σώμασιν, εἶναι μὲν ἀριθμοὺσ ἐποίησαν τὰ ὄντα, οὐ χωριστοὺσ δέ, ἀλλ’ ἐξ ἀριθμῶν τὰ ὄντα· (Aristotle, Metaphysics, Book 14 65:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 14 65:1)

유의어

  1. separated

  2. separate or separable

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION