헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χωριστός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χωριστός χωριστή χωριστόν

형태분석: χωριστ (어간) + ος (어미)

어원: xwri/zw의 분사형

  1. separated, separable
  2. separate or separable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 χωριστός

(이)가

χωριστή

(이)가

χωριστόν

(것)가

속격 χωριστοῦ

(이)의

χωριστῆς

(이)의

χωριστοῦ

(것)의

여격 χωριστῷ

(이)에게

χωριστῇ

(이)에게

χωριστῷ

(것)에게

대격 χωριστόν

(이)를

χωριστήν

(이)를

χωριστόν

(것)를

호격 χωριστέ

(이)야

χωριστή

(이)야

χωριστόν

(것)야

쌍수주/대/호 χωριστώ

(이)들이

χωριστᾱ́

(이)들이

χωριστώ

(것)들이

속/여 χωριστοῖν

(이)들의

χωρισταῖν

(이)들의

χωριστοῖν

(것)들의

복수주격 χωριστοί

(이)들이

χωρισταί

(이)들이

χωριστά

(것)들이

속격 χωριστῶν

(이)들의

χωριστῶν

(이)들의

χωριστῶν

(것)들의

여격 χωριστοῖς

(이)들에게

χωρισταῖς

(이)들에게

χωριστοῖς

(것)들에게

대격 χωριστούς

(이)들을

χωριστᾱ́ς

(이)들을

χωριστά

(것)들을

호격 χωριστοί

(이)들아

χωρισταί

(이)들아

χωριστά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • χωριστὴν εἶναι τῶν μετεχόντων, ὥσπερ καὶ τὰσ ἄλλασ ἰδέασ. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 1 88:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 1 88:1)

  • τὸ αὐτὸ γὰρ τὸ πρακτὸν καὶ προαιρετόν, ὥστε εἰ πᾶσα διάνοια ἢ πρακτικὴ ἢ ποιητικὴ ἢ θεωρητική, ἡ φυσικὴ θεωρητική τισ ἂν εἰή, ἀλλὰ θεωρητικὴ περὶ τοιοῦτον ὂν ὅ ἐστι δυνατὸν κινεῖσθαι, καὶ περὶ οὐσίαν τὴν κατὰ τὸν λόγον ὡσ ἐπὶ τὸ πολὺ ὡσ οὐ χωριστὴν μόνον. (Aristotle, Metaphysics, Book 6 8:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 6 8:1)

  • καὶ γὰρ ὅλωσ ἀπορίαν ἔχει πότερον δεῖ τινὰ ὑπολαβεῖν οὐσίαν εἶναι χωριστὴν παρὰ τὰσ αἰσθητὰσ οὐσίασ καὶ τὰσ δεῦρο, ἢ οὔ, ἀλλὰ ταῦτ’ εἶναι τὰ ὄντα καὶ περὶ ταῦτα τὴν σοφίαν ὑπάρχειν. (Aristotle, Metaphysics, Book 11 20:3)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 11 20:3)

  • ἄλλη δὲ ἀκίνητοσ, καὶ ταύτην φασί τινεσ εἶναι χωριστήν, οἱ μὲν εἰσ δύο διαιροῦντεσ, οἱ δὲ εἰσ μίαν φύσιν τιθέντεσ τὰ εἴδη καὶ τὰ μαθηματικά, οἱ δὲ τὰ μαθηματικὰ μόνον τούτων. (Aristotle, Metaphysics, Book 12 6:2)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 12 6:2)

  • καίτοι δεῖ γέ τινα εἶναι ὕλην ἑκάστῳ γένει, πλὴν χωριστὴν ἀδύνατον τῶν οὐσιῶν· (Aristotle, Metaphysics, Book 14 55:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 14 55:1)

유의어

  1. separated

  2. separate or separable

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION