χράω
α-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
χράω
χρήσω
ἔχρησα
ἐχρήσθην
Structure:
χρά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: only in imperf.
Sense
- (with dative of person) to fall upon, attack, assail
- (with dative of object) to inflict upon a person
- (with infinitive) to be bent on doing, to be eager to do
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐγὼ πρὶν ἄρξασθαι τῶν κατὰ σοῦ βασάνων, ὦ πρεσβῦτα, συμβουλεύσαιμ’ ἄν σοι ταῦτα, ὅπωσ ἀπογευσάμενοσ τῶν ὑείων σώζοιο. αἰδοῦμαι γάρ σου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν πολιάν, ἣν μετὰ τοσοῦτον ἔχων χρόνον οὐ μοι δοκεῖσ φιλοσοφεῖν τῇ Ἰουδαίων χρώμενοσ θρησκείᾳ. (Septuagint, Liber Maccabees IV 5:6)
- καί μοι τῶν πεπραγμένων ἀναμνήσθητε, ἡνίκα Δημοσθένησ καὶ Λυκοῦργοσ τῷ μὲν λόγῳ παραταττόμενοι τοὺσ Μακεδόνασ ἐνίκων ἐν Τριβαλλοῖσ, μόνον δ’ οὐχ ὁρατὸν ἐπὶ τοῦ βήματοσ νεκρὸν τὸν Ἀλέξανδρον προέθηκαν, ἐν τῷ δήμῳ δ’ ἀλείψαντεσ λόγοισ εὐπρεπέσι Θηβαίων τοὺσ παρόντασ φυγάδων θυμοὺσ ἐπ’ ἐλπίδι τῆσ ἐλευθερίασ ἠκόνησαν, ἐμὲ δὲ στυγνὸν καὶ περίλυπον ἔφασκον εἶναι, μὴ συνευδοκοῦντα ἔχει τι πικρὸν ὁ τῆσ ἀληθείασ λόγοσ, ἐπειδάν τισ ἀκράτῳ παρρησίᾳ χρώμενοσ μεγάλων ἀγαθῶν προσδοκίαν ἀφαιρῆται· (Demades, On the Twelve Years, 17:1)
- ὁ δὲ τῇ διαβολῇ κατὰ τῶν ἀπόντων λάθρᾳ χρώμενοσ πῶσ οὐ πλεονέκτησ ἐστὶν ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετεριζόμενοσ καὶ προκαταλαμβάνων αὐτοῦ τὰ ὦτα καὶ ἀποφράττων καὶ τῷ δευτέρῳ λόγῳ παντελῶσ ἄβατα κατασκευάζων αὐτὰ ὑπὸ τῆσ διαβολῆσ προεμπεπλησμένα; (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 8:3)
- οὐ μὴν ἔγωγε μέχρι τούτου προελθὼν στήσομαι, ἀλλὰ καὶ τοὺσ ἄλλουσ αὐτοῦ λόγουσ τοὺσ μάλιστ’ εὐδοκιμοῦντασ ἐπιδείξω τούσ τε δημηγορικοὺσ καὶ τοὺσ δικανικοὺσ πρότερον ἀπηγγελμένουσ τῆσ ἐκδόσεωσ τούτων τῶν τεχνῶν, μάρτυρι πάλιν αὐτῷ χρώμενοσ Ἀριστοτέλει. (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 102)
- μὲν τῶν ἀνθρωπείων ἀγαθῶν ἁπάντων, ὅλον δὲ παραδοὺσ ἑαυτὸν ἐλευθερίᾳ καὶ παρρησίᾳ διετέλεσεν αὐτόσ τε ὀρθῷ καὶ ὑγιεῖ καὶ ἀνεπιλήπτῳ βίῳ χρώμενοσ καὶ τοῖσ ὁρῶσι καὶ ἀκούουσι παράδειγμα παρέχων τὴν ἑαυτοῦ γνώμην καὶ τὴν ἐν τῷ φιλοσοφεῖν ἀλήθειαν. (Lucian, (no name) 3:4)
Synonyms
-
to fall upon
- ἐπιπίπτω (to fall upon, attack, assail)
- ἐμπίπτω (to fall upon, attack)
- εἰσπίπτω (to fall upon, attack)
- ἅπτω ( I set upon, attack, assail)
- ἰάλλω (to attack, assail, to assail)
- προσπίπτω (to fall upon, attack, assault)
- ἰάπτω (to assail, attack, to wound)
- ἐπεμπίπτω (to fall upon besides, attack furiously)
- ἐγχειρέω (to lay hands on, attack, assail)
- συνεμπίπτω (to fall on or attack together)
- προσπίτνω (to fall upon)
- προσπίτνω (to fall upon)
- προσπίπτω (to fall upon)
- ἐμβάλλω (fall upon)
- ἐγκαταπίπτω (to fall in or upon)
- ἐπεισπίπτω (to fall upon)
- ἐμπίπτω (to fall upon)
-
to inflict upon a person
Derived
- ἀποχράω (to suffice, be sufficient, be enough)
- ἐγχράω (to dash against, there were, urged)
- ἐκχράω (to declare as an oracle, tell out, to suffice)
- ἐπιχράω (to attack, assault, beset)
- ἐπιχράω (to lend besides)
- καταχράομαι (to make full use of, apply, to use to the uttermost)
- χράω (to furnish what is needful, to furnish the needful answer, to declare)