ὑποφέρω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑποφέρω
ὑποίσω
ὑπήνεγκα
형태분석:
ὑπο
(접두사)
+
φέρ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
어원: ionic u(ph/neika
뜻
- 견디다, 지지하다, 참다, 나르다, 받다, 낳다, 지탱하다
- 제안하다, 내밀다, 제공하다, 뻗다, 제의하다, 권하다
- 쇠퇴하다, 무너지다, 썩다, 시들다, 죽다
- to carry away under, to bear out of danger
- to bear or carry by being under, to bear a burden, to support, bear, endure, submit to
- to hold out, suggest, proffer, to pretend, allege
- to carry down, to be borne down, to slip or sink down, decay
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐγὼ μὲν γὰρ οὐκ οἰόμαι τοῖσ ἐκ τῆσ εὐνομωτάτησ πόλεωσ ἐπὶ τὰσ ἔξω πόλεισ ἀποστελλομένοισ ἡγεμόσι ταῦτα προσήκειν λέγεσθαι, οὐδ’ ἂν ἀξιώσαιμι τοὺσ μὲν μικροπολίτασ καὶ μηδὲν ἔργον ἐπιφανὲσ ἀποδειξαμένουσ Μηλίουσ πλέονα τοῦ καλοῦ ποιεῖσθαι πρόνοιαν ἢ τοῦ ἀσφαλοῦσ καὶ πάντα ἑτοίμουσ εἶναι τὰ δεινὰ ὑποφέρειν, ἵνα μηδὲν ἄσχημον ἀναγκασθῶσι πράττειν, τοὺσ δὲ προελομένουσ τήν τε χώραν καὶ τὴν πόλιν ἐκλιπεῖν κατὰ τὸν Περσικὸν πόλεμον Ἀθηναίουσ, ἵνα μηδὲν αἰσχρὸν ὑπομείνωσιν ἐπίταγμα, τῶν ταὐτὰ προαιρουμένων ὡσ ἀνοήτων κατηγορεῖν. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 41 3:3)
(디오니시오스, , chapter 41 3:3)
- τὴν δ’ ἀνοψίαν ὑποφέρειν, ὡσ βρῶμα τὸ τυχὸν προσφέρεσθαι, ᾤοντο ὑγιεινότερα τὰ σώματα ἀπὸ τῆσ ἐλλειπούσησ ποιεῖν τροφῆσ, νομίζοντεσ εἰσ βάθοσ τε καὶ πλάτοσ ὁρμῇ πιεζόμενα ἐπαίρειν εἰσ ὕψοσ τὰ σώματα, καὶ καλὰ δὲ ποιεῖν· (Plutarch, Instituta Laconica, section 13 1:3)
(플루타르코스, Instituta Laconica, section 13 1:3)
- καὶ ἐγκρατεστέρουσ δὲ καὶ εὐτελεστέρουσ, εἰ πλείω χρόνον διάγοιεν ἀπὸ μικρᾶσ δαπάνησ τὴν δ’ ἀνοψίαν ὑποφέρειν, ὡσ βρῶμα τὸ τυχὸν προσφέρεσθαι, ᾤοντο ὑγιεινότερα τὰ σώματα καὶ εὐαυξῆ ἀπὸ τῆσ ἐλλειπούσησ ποιεῖν τροφῆσ, νομίζοντεσ εἰσ βάθοσ τε καὶ πλάτοσ μὴ πιεζόμενον ἐπαίρειν εἰσ ὕψοσ τὰ σώματα· (Plutarch, Instituta Laconica, section 13 2:1)
(플루타르코스, Instituta Laconica, section 13 2:1)
- γενομένων δὲ χρόνων μακρῶν καὶ πόνων πολλῶν καὶ κακῆσ συντήξιοσ, ἐπὶ τούτοισιν ἀποστάσιεσ ἐγίνοντο ἢ μέζουσ, ὥστε ὑποφέρειν μὴ δύνασθαι, ἢ μείουσ, ὥστε μηδὲν ὠφελεῖν, ἀλλὰ ταχὺ παλινδρομεῖν καὶ συνεπείγειν ἐπὶ τὸ κάκιον. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 89)
(히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 89)
- οὐσία μὲν γὰρ οὐχ ὑπῆρχεν Στεφάνῳ οὐδὲ Νεαίρᾳ, ὥστε τὰ καθ’ ἡμέραν ἀναλώματα δύνασθαι ὑποφέρειν, ἡ δὲ διοίκησισ συχνή, ὁπότ’ ἔδει τοῦτόν τε καὶ αὑτὴν τρέφειν καὶ παιδάρια τρία, ἃ ἦλθεν ἔχουσα ὡσ αὐτόν, καὶ θεραπαίνασ δύο καὶ οἰκέτην διάκονον, ἄλλωσ τε καὶ μεμαθηκυῖα μὴ κακῶσ ἔχειν τὰ ἐπιτήδεια ἑτέρων ἀναλισκόντων αὐτῇ τὸ πρότερον. (Demosthenes, Speeches 51-61, 64:1)
(데모스테네스, Speeches 51-61, 64:1)
유의어
-
to carry away under
-
제안하다
-
쇠퇴하다
파생어
- ἀναφέρω (말하다, 언급하다, 기르다)
- ἀποφέρω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- διαφέρω (계속하다, 유지하다, 살다)
- εἰσφέρω (기여하다, 가져오다, 돕다)
- ἐκφέρω (수행하다, 치르다, 생산하다)
- ἐμφέρω (to bear or bring in, an account was given)
- ἐξαναφέρω (낫다)
- ἐπιφέρω (수여하다, 두다, 놓다)
- καταφέρω (낮추다, 넘치다, 넘쳐 흐르다)
- μεταφέρω (옮기다, 넘겨주다, 바꾸다)
- παραφέρω (전시하다, 보여주다, 올라오다)
- περιφέρω (원을 그리며 돌다, 회전하다, 알리다)
- προεισφέρω (둘러보다, 살펴보다, 무서워하다)
- προσαποφέρω (to carry off besides, to be returned besides)
- προσεπιφέρω (to bear or produce besides)
- προσφέρω (나르다, 낳다, 제공하다)
- προφέρω (제공하다, 바치다, 출석하다)
- συμφέρω (모으다, 수집하다, 거두다)
- συνδιαφέρω (to bear along with one, to bear to the end along with, help in maintaining)
- συνεκφέρω (to carry out together, to burial, to attend a funeral)
- συνεπιφέρω (to join in applying)
- ὑπερφέρω (우수하다, 넘어서다, 초과하다)
- φέρω (나르다, 낳다, 가져오다)