ὑποφέρω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑποφέρω
ὑποίσω
ὑπήνεγκα
형태분석:
ὑπο
(접두사)
+
φέρ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
어원: ionic u(ph/neika
뜻
- 견디다, 지지하다, 참다, 나르다, 받다, 낳다, 지탱하다
- 제안하다, 내밀다, 제공하다, 뻗다, 제의하다, 권하다
- 쇠퇴하다, 무너지다, 썩다, 시들다, 죽다
- to carry away under, to bear out of danger
- to bear or carry by being under, to bear a burden, to support, bear, endure, submit to
- to hold out, suggest, proffer, to pretend, allege
- to carry down, to be borne down, to slip or sink down, decay
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἢν δὲ καὶ τὸ οὖρον δριμὺ καὶ δακνῶδεσ ἐγγένηται, ψύξιεσ, τρόμοι, σπασμοὶ , διατάσιεσ καὶ πληρώσιεσ τῶν ὑποχονδρίων· ἰκέλη ἡ ξυμφορὴ ἥδε καὶ ξυναίσθησισ γίγνεται τοῖσι ἀπὸ πλήθεοσ σιτίων καὶ διαφθορῆσ ἐμφυσηθεῖσι τὴν κοιλίην · σφυγμοὶ τὰ πρῶτα μὲν ἀραιοὶ, νωθροί · ἢν δὲ ἐπὶ μᾶλλον τὸ κακὸν πιέζῃ, σμικροὶ, πυκνοὶ, ταραχώδεεσ , ἄτακτοι, ὕπνοι λεπτοὶ, ὀδυνώδεεσ, οὐ διηνεκέεσ, καὶ ἐξαπίνησ ἐκθορνύμενοι ὡσ ὑπὸ νύξιοσ, εἶτα ὑποφέρονται ἐσ κῶμα, ὡσ ὑπὸ καμάτου · τὴν γνώμην οὐ κάρτα παράφοροι, ληρώδεεσ, πελιδνοὶ τὰ πρόσωπα· ἢν δὲ ἥκῃ αὖθίσ κοτε τῆσ οὐρήσιοσ ἡ προθυμίη, ἐπὶ σπασμοῖσι καὶ μεγάλῃσι ὀδύνῃσι βραχὺ ἂν καὶ στάγδην ἐξέκρινε, εὖτε σμικρὸν ἐπανῆκε τῶν πόνων· εἶτα ἐσ τὰ αὐτὰ παλινδρομέεσ· ὀξύτατα δὲ θνήσκουσι τῶνδε οἷσιν οὐδὲν ἐκκρίνει, ὁκόσοι δὴ θνήσκουσι· οἱ πλεῦνεσ γὰρ περιγίγνονται, ἢ τοῦ λίθου ἐσ τὴν κύστιν διὰ τῶν οὔρων ἐκπεσόντοσ, ἢ τῆσ φλεγμονῆσ ἐσ πῦον τρεπομένησ, ἢ κατὰ βραχὺ διαπνεομένησ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 191)
(아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 191)
- "οὐ γὰρ εἰδότεσ ἀλλὰ δι’ ἀπειρίαν ὑποφέρονται, καὶ νομίζουσι τῶν ἡδονῶν εἶναι κρείττονεσ, ἂν ἐν θεάτροισ ἄσιτοι καὶ ἄποτοι διημερεύσωσιν ὥσπερ εἰ τῶν κεραμίων μέγα φρονοίη τὸ μὴ ἀπὸ τῆσ γαστρὸσ αἰρόμενον ἢ τοῦ πυθμένοσ, ἐκ δὲ τῶν ὤτων ῥᾳδίωσ μεταφερόμενον. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 7, 9:8)
(플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 7, 9:8)
유의어
-
to carry away under
-
제안하다
-
쇠퇴하다
파생어
- ἀναφέρω (말하다, 언급하다, 기르다)
- ἀποφέρω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- διαφέρω (계속하다, 유지하다, 살다)
- εἰσφέρω (기여하다, 가져오다, 돕다)
- ἐκφέρω (수행하다, 치르다, 생산하다)
- ἐμφέρω (to bear or bring in, an account was given)
- ἐξαναφέρω (낫다)
- ἐπιφέρω (수여하다, 두다, 놓다)
- καταφέρω (낮추다, 넘치다, 넘쳐 흐르다)
- μεταφέρω (옮기다, 넘겨주다, 바꾸다)
- παραφέρω (전시하다, 보여주다, 올라오다)
- περιφέρω (원을 그리며 돌다, 회전하다, 알리다)
- προεισφέρω (둘러보다, 살펴보다, 무서워하다)
- προσαποφέρω (to carry off besides, to be returned besides)
- προσεπιφέρω (to bear or produce besides)
- προσφέρω (나르다, 낳다, 제공하다)
- προφέρω (제공하다, 바치다, 출석하다)
- συμφέρω (모으다, 수집하다, 거두다)
- συνδιαφέρω (to bear along with one, to bear to the end along with, help in maintaining)
- συνεκφέρω (to carry out together, to burial, to attend a funeral)
- συνεπιφέρω (to join in applying)
- ὑπερφέρω (우수하다, 넘어서다, 초과하다)
- φέρω (나르다, 낳다, 가져오다)