헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποφέρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποφέρω ὑποίσω ὑπήνεγκα

형태분석: ὑπο (접두사) + φέρ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ionic u(ph/neika

  1. 견디다, 지지하다, 참다, 나르다, 받다, 낳다, 지탱하다
  2. 제안하다, 내밀다, 제공하다, 뻗다, 제의하다, 권하다
  3. 쇠퇴하다, 무너지다, 썩다, 시들다, 죽다
  1. to carry away under, to bear out of danger
  2. to bear or carry by being under, to bear a burden, to support, bear, endure, submit to
  3. to hold out, suggest, proffer, to pretend, allege
  4. to carry down, to be borne down, to slip or sink down, decay

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποφέρω

ὑποφέρεις

ὑποφέρει

쌍수 ὑποφέρετον

ὑποφέρετον

복수 ὑποφέρομεν

ὑποφέρετε

ὑποφέρουσιν*

접속법단수 ὑποφέρω

ὑποφέρῃς

ὑποφέρῃ

쌍수 ὑποφέρητον

ὑποφέρητον

복수 ὑποφέρωμεν

ὑποφέρητε

ὑποφέρωσιν*

기원법단수 ὑποφέροιμι

ὑποφέροις

ὑποφέροι

쌍수 ὑποφέροιτον

ὑποφεροίτην

복수 ὑποφέροιμεν

ὑποφέροιτε

ὑποφέροιεν

명령법단수 ὑποφέρε

ὑποφερέτω

쌍수 ὑποφέρετον

ὑποφερέτων

복수 ὑποφέρετε

ὑποφερόντων, ὑποφερέτωσαν

부정사 ὑποφέρειν

분사 남성여성중성
ὑποφερων

ὑποφεροντος

ὑποφερουσα

ὑποφερουσης

ὑποφερον

ὑποφεροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποφέρομαι

ὑποφέρει, ὑποφέρῃ

ὑποφέρεται

쌍수 ὑποφέρεσθον

ὑποφέρεσθον

복수 ὑποφερόμεθα

ὑποφέρεσθε

ὑποφέρονται

접속법단수 ὑποφέρωμαι

ὑποφέρῃ

ὑποφέρηται

쌍수 ὑποφέρησθον

ὑποφέρησθον

복수 ὑποφερώμεθα

ὑποφέρησθε

ὑποφέρωνται

기원법단수 ὑποφεροίμην

ὑποφέροιο

ὑποφέροιτο

쌍수 ὑποφέροισθον

ὑποφεροίσθην

복수 ὑποφεροίμεθα

ὑποφέροισθε

ὑποφέροιντο

명령법단수 ὑποφέρου

ὑποφερέσθω

쌍수 ὑποφέρεσθον

ὑποφερέσθων

복수 ὑποφέρεσθε

ὑποφερέσθων, ὑποφερέσθωσαν

부정사 ὑποφέρεσθαι

분사 남성여성중성
ὑποφερομενος

ὑποφερομενου

ὑποφερομενη

ὑποφερομενης

ὑποφερομενον

ὑποφερομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπῆνεγκα

ὑπῆνεγκας

ὑπῆνεγκεν*

쌍수 ὑπήνεγκατον

ὑπηνε͂γκατην

복수 ὑπήνεγκαμεν

ὑπήνεγκατε

ὑπῆνεγκαν

접속법단수 ὑπενέγκω

ὑπενέγκῃς

ὑπενέγκῃ

쌍수 ὑπενέγκητον

ὑπενέγκητον

복수 ὑπενέγκωμεν

ὑπενέγκητε

ὑπενέγκωσιν*

기원법단수 ὑπενέγκαιμι

ὑπενέγκαις

ὑπενέγκαι

쌍수 ὑπενέγκαιτον

ὑπενεγκαίτην

복수 ὑπενέγκαιμεν

ὑπενέγκαιτε

ὑπενέγκαιεν

명령법단수 ὑπένεγκον

ὑπενεγκάτω

쌍수 ὑπενέγκατον

ὑπενεγκάτων

복수 ὑπενέγκατε

ὑπενεγκάντων

부정사 ὑπενέγκαι

분사 남성여성중성
ὑπενεγκᾱς

ὑπενεγκαντος

ὑπενεγκᾱσα

ὑπενεγκᾱσης

ὑπενεγκαν

ὑπενεγκαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπηνε͂γκαμην

ὑπήνεγκω

ὑπήνεγκατο

쌍수 ὑπήνεγκασθον

ὑπηνε͂γκασθην

복수 ὑπηνε͂γκαμεθα

ὑπήνεγκασθε

ὑπήνεγκαντο

접속법단수 ὑπενέγκωμαι

ὑπενέγκῃ

ὑπενέγκηται

쌍수 ὑπενέγκησθον

ὑπενέγκησθον

복수 ὑπενεγκώμεθα

ὑπενέγκησθε

ὑπενέγκωνται

기원법단수 ὑπενεγκαίμην

ὑπενέγκαιο

ὑπενέγκαιτο

쌍수 ὑπενέγκαισθον

ὑπενεγκαίσθην

복수 ὑπενεγκαίμεθα

ὑπενέγκαισθε

ὑπενέγκαιντο

명령법단수 ὑπένεγκαι

ὑπενεγκάσθω

쌍수 ὑπενέγκασθον

ὑπενεγκάσθων

복수 ὑπενέγκασθε

ὑπενεγκάσθων

부정사 ὑπενέγκεσθαι

분사 남성여성중성
ὑπενεγκαμενος

ὑπενεγκαμενου

ὑπενεγκαμενη

ὑπενεγκαμενης

ὑπενεγκαμενον

ὑπενεγκαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to carry away under

  2. 제안하다

  3. 쇠퇴하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION