헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τείνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τείνω τενῶ

형태분석: τείν (어간) + ω (인칭어미)

어원: Root TAN, cf. tanu/w

  1. 뻗다, 내밀다, 도달하다
  2. 벌리다, 펴다
  3. 애쓰다, 끼치다, 켕기다, 행사하다
  1. I stretch, extend
  2. I spread
  3. I exert, push to the limit, strain

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τείνω

(나는) 뻗는다

τείνεις

(너는) 뻗는다

τείνει

(그는) 뻗는다

쌍수 τείνετον

(너희 둘은) 뻗는다

τείνετον

(그 둘은) 뻗는다

복수 τείνομεν

(우리는) 뻗는다

τείνετε

(너희는) 뻗는다

τείνουσιν*

(그들은) 뻗는다

접속법단수 τείνω

(나는) 뻗자

τείνῃς

(너는) 뻗자

τείνῃ

(그는) 뻗자

쌍수 τείνητον

(너희 둘은) 뻗자

τείνητον

(그 둘은) 뻗자

복수 τείνωμεν

(우리는) 뻗자

τείνητε

(너희는) 뻗자

τείνωσιν*

(그들은) 뻗자

기원법단수 τείνοιμι

(나는) 뻗기를 (바라다)

τείνοις

(너는) 뻗기를 (바라다)

τείνοι

(그는) 뻗기를 (바라다)

쌍수 τείνοιτον

(너희 둘은) 뻗기를 (바라다)

τεινοίτην

(그 둘은) 뻗기를 (바라다)

복수 τείνοιμεν

(우리는) 뻗기를 (바라다)

τείνοιτε

(너희는) 뻗기를 (바라다)

τείνοιεν

(그들은) 뻗기를 (바라다)

명령법단수 τείνε

(너는) 뻗어라

τεινέτω

(그는) 뻗어라

쌍수 τείνετον

(너희 둘은) 뻗어라

τεινέτων

(그 둘은) 뻗어라

복수 τείνετε

(너희는) 뻗어라

τεινόντων, τεινέτωσαν

(그들은) 뻗어라

부정사 τείνειν

뻗는 것

분사 남성여성중성
τεινων

τεινοντος

τεινουσα

τεινουσης

τεινον

τεινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τείνομαι

(나는) 뻗힌다

τείνει, τείνῃ

(너는) 뻗힌다

τείνεται

(그는) 뻗힌다

쌍수 τείνεσθον

(너희 둘은) 뻗힌다

τείνεσθον

(그 둘은) 뻗힌다

복수 τεινόμεθα

(우리는) 뻗힌다

τείνεσθε

(너희는) 뻗힌다

τείνονται

(그들은) 뻗힌다

접속법단수 τείνωμαι

(나는) 뻗히자

τείνῃ

(너는) 뻗히자

τείνηται

(그는) 뻗히자

쌍수 τείνησθον

(너희 둘은) 뻗히자

τείνησθον

(그 둘은) 뻗히자

복수 τεινώμεθα

(우리는) 뻗히자

τείνησθε

(너희는) 뻗히자

τείνωνται

(그들은) 뻗히자

기원법단수 τεινοίμην

(나는) 뻗히기를 (바라다)

τείνοιο

(너는) 뻗히기를 (바라다)

τείνοιτο

(그는) 뻗히기를 (바라다)

쌍수 τείνοισθον

(너희 둘은) 뻗히기를 (바라다)

τεινοίσθην

(그 둘은) 뻗히기를 (바라다)

복수 τεινοίμεθα

(우리는) 뻗히기를 (바라다)

τείνοισθε

(너희는) 뻗히기를 (바라다)

τείνοιντο

(그들은) 뻗히기를 (바라다)

명령법단수 τείνου

(너는) 뻗혀라

τεινέσθω

(그는) 뻗혀라

쌍수 τείνεσθον

(너희 둘은) 뻗혀라

τεινέσθων

(그 둘은) 뻗혀라

복수 τείνεσθε

(너희는) 뻗혀라

τεινέσθων, τεινέσθωσαν

(그들은) 뻗혀라

부정사 τείνεσθαι

뻗히는 것

분사 남성여성중성
τεινομενος

τεινομενου

τεινομενη

τεινομενης

τεινομενον

τεινομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τενῶ

(나는) 뻗겠다

τενεῖς

(너는) 뻗겠다

τενεῖ

(그는) 뻗겠다

쌍수 τενεῖτον

(너희 둘은) 뻗겠다

τενεῖτον

(그 둘은) 뻗겠다

복수 τενοῦμεν

(우리는) 뻗겠다

τενεῖτε

(너희는) 뻗겠다

τενοῦσιν*

(그들은) 뻗겠다

기원법단수 τενοῖμι

(나는) 뻗겠기를 (바라다)

τενοῖς

(너는) 뻗겠기를 (바라다)

τενοῖ

(그는) 뻗겠기를 (바라다)

쌍수 τενοῖτον

(너희 둘은) 뻗겠기를 (바라다)

τενοίτην

(그 둘은) 뻗겠기를 (바라다)

복수 τενοῖμεν

(우리는) 뻗겠기를 (바라다)

τενοῖτε

(너희는) 뻗겠기를 (바라다)

τενοῖεν

(그들은) 뻗겠기를 (바라다)

부정사 τενεῖν

뻗을 것

분사 남성여성중성
τενων

τενουντος

τενουσα

τενουσης

τενουν

τενουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τενοῦμαι

(나는) 뻗히겠다

τενεῖ, τενῇ

(너는) 뻗히겠다

τενεῖται

(그는) 뻗히겠다

쌍수 τενεῖσθον

(너희 둘은) 뻗히겠다

τενεῖσθον

(그 둘은) 뻗히겠다

복수 τενούμεθα

(우리는) 뻗히겠다

τενεῖσθε

(너희는) 뻗히겠다

τενοῦνται

(그들은) 뻗히겠다

기원법단수 τενοίμην

(나는) 뻗히겠기를 (바라다)

τενοῖο

(너는) 뻗히겠기를 (바라다)

τενοῖτο

(그는) 뻗히겠기를 (바라다)

쌍수 τενοῖσθον

(너희 둘은) 뻗히겠기를 (바라다)

τενοίσθην

(그 둘은) 뻗히겠기를 (바라다)

복수 τενοίμεθα

(우리는) 뻗히겠기를 (바라다)

τενοῖσθε

(너희는) 뻗히겠기를 (바라다)

τενοῖντο

(그들은) 뻗히겠기를 (바라다)

부정사 τενεῖσθαι

뻗힐 것

분사 남성여성중성
τενουμενος

τενουμενου

τενουμενη

τενουμενης

τενουμενον

τενουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓τεινον

(나는) 뻗고 있었다

έ̓τεινες

(너는) 뻗고 있었다

έ̓τεινεν*

(그는) 뻗고 있었다

쌍수 ἐτείνετον

(너희 둘은) 뻗고 있었다

ἐτεινέτην

(그 둘은) 뻗고 있었다

복수 ἐτείνομεν

(우리는) 뻗고 있었다

ἐτείνετε

(너희는) 뻗고 있었다

έ̓τεινον

(그들은) 뻗고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐτεινόμην

(나는) 뻗히고 있었다

ἐτείνου

(너는) 뻗히고 있었다

ἐτείνετο

(그는) 뻗히고 있었다

쌍수 ἐτείνεσθον

(너희 둘은) 뻗히고 있었다

ἐτεινέσθην

(그 둘은) 뻗히고 있었다

복수 ἐτεινόμεθα

(우리는) 뻗히고 있었다

ἐτείνεσθε

(너희는) 뻗히고 있었다

ἐτείνοντο

(그들은) 뻗히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὄμματά μευ κέκμηκε, τένων, ῥάχισ, ἰνίον, ὦμοι· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2062)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2062)

  • ἀμφὶ δὲ πυκνοῖσ μυῶνεσ μελέεσσιν ἀνοιδαίνοντο ταθέντεσ τρηχαλέοι, δοιοὶ δέ, συνισταμένων παλαμάων, εὐρέεσ ἐσφήκωντο βραχίονεσ, ἠΰτε πέτραι, καὶ παχὺσ ἀλκήεντι τένων ἐπανίστατο νώτῳ, αὐχένοσ εὐγνάμπτοιο περὶ πλατὺν αὐλὸν ἀνέρπων. (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 47:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 2, chapter 1 47:1)

  • Κνήμησ δὲ δύο, ἄνωθεν καὶ κάτωθεν ξυνεχόμενα, κατὰ μέσον δὲ διέχοντα σμικρόν‧ τὸ ἔξωθεν, κατὰ τὸν σμικρὸν δάκτυλον λεπτότερον βραχεῖ, πλεῖστον δὲ ταύτῃ διεχούσῃ καὶ σμικροτέρῃ Ῥοπῇ κατὰ γόνυ, καὶ ὁ τένων ἐξ αὐτοῦ πέφυκεν, ὁ παρὰ τὴν ἰγγύην ἔξω‧ ἔχουσι δὲ κάτωθεν κοινὴν ἐπίφυσιν, πρὸσ ἣν ὁ ποὺσ κινέεται‧ ἄλλην δὲ ἄνωθεν ἔχουσιν ἐπίφυσιν, ἐν ᾗ τὸ τοῦ μηροῦ ἄρθρον κινέεται, ἁπλόον καὶ εὐσταλὲσ ὡσ ἐπὶ μήκει‧ εἶδοσ κονδυλῶδεσ, ἔχον ἐπιμυλίδα‧ αὐτὸσ δ’ ἔγκυ ρτοσ ἔξω καὶ ἔμπροσθεν‧ ἡ δὲ κεφαλὴ ἐπίφυσίσ ἐστι στρογγύλη, ἐξ ἧσ τὸ νεῦρον τὸ ἐν τῇ κοτύλῃ τοῦ ἰσχίου πέφυκεν‧ ὑποπλάγιον δὲ καὶ τοῦτο προσήρτηται, ἧσσον δὲ βραχίονοσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., MOXLIKOS., 1.2)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., MOXLIKOS., 1.2)

  • Τὸ γὰρ ὀστέον τοῦτο οὐ σμικρόν ἐστι, καὶ ὑπερέχει μὲν ὑπὸ τὴν ἰθυωρίην τῆσ κνήμησ, κοινωνέει δὲ φλεψὶ καὶ νεύροισιν ἐπικαίροισιν‧ ὁ τένων δὲ ὁ ὀπίσθιοσ τούτῳ προσήρτηται τῷ ὀστέῳ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 11.2)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 11.2)

  • Πρὸσ δὲ τούτοισ, τὰ μὲν τῆσ κνήμησ ὀστέα παραπλήσια μῆκόσ ἐστι, καὶ σμικρόν τι οὐκ ἄξιον λόγου τὸ ἔξω ὀστέον ὑπερέχει, οὐδενὸσ μεγάλου κώλυμα ἐὸν, ἀφ’ οὗ περ πέφυκεν ὁ ἔξω τένων ὁ παρὰ τὴν ἰγνύην‧ τὰ δὲ τοῦ πήχεοσ ὀστέα ἄνισά ἐστιν, καὶ τὸ βραχύτερον παχύτερον συχνῷ, τὸ δὲ λεπτότερον πολλῷ ὑπερβάλλει καὶ ὑπερέχει τὸ ἄρθρον‧ ἑξήρτηται μέντοι καὶ τοῦτο τῶν νεύρων κατὰ τὴν κοινὴν ξύμφυσιν τῶν ὀστέων‧ πλεῖον δὲ μέροσ ἔχει τῆσ ἐξαρτήσιοσ των νεύρων ἐν τῷ βραχίονι τὸ λεπτὸν ὀστέον, ἤπερ τὸ παχύ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 38.3)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 38.3)

유의어

  1. 뻗다

  2. 벌리다

  3. 애쓰다

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION