παρεκτείνω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
παρεκτείνω
παρεκτενῶ
형태분석:
παρ
(접두사)
+
ἐκ
(접두사)
+
τείν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- μὴ παρεκτείνου πένησ ὢν πλουσίῳ, τῇ δὲ σῇ ἐννοίᾳ ἀπόσχου. (Septuagint, Liber Proverbiorum 23:4)
(70인역 성경, 잠언 23:4)
- τὸν ἕνα κύαθον τοῦ οἴνου πρὸσ δύο κεραννύμενον ὕδατοσ, εἰ μέλλει μὴ ἀπολείπειν ἀλλ’ ἐξισοῦσθαι, παράγοντασ ἐπὶ πᾶν καὶ διασυγχέοντασ ἕν’ ὄντα δύο ποιεῖν τῇ πρὸσ τὰ δύο τῆσ κράσεωσ ἐξισώσει τὸ γὰρ μένειν ἕνα καὶ δυεῖν παρεκτείνειν καὶ ποιεῖν ἴσον τῷ διπλασίῳ· (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 37 7:1)
(플루타르코스, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 37 7:1)
- καὶ τοῦ μὲν δεξιοῦ κέρατοσ Ἄννων εἶχε τὴν ἡγεμονίαν, συναγωνιζομένων αὐτῷ τῶν εἰσ τὸν ἱερὸν λόχον συντεταγμένων, τοῦ δ’ εὐωνύμου Βορμίλκασ ἡγούμενοσ βαθεῖαν ἐποίει τὴν φάλαγγα, κωλύοντοσ τοῦ τόπου παρεκτείνειν ἐπὶ πλεῖον· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 10 6:2)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 10 6:2)
- παρήκει γὰρ ἀπὸ τῆσ κατὰ τὴν μεσημβρίαν θαλάττησ σχεδὸν ἄχρι πρὸσ τὸν ὑπὸ τὰσ ἄρκτουσ ὠκεανόν, διείργοντα δὲ τὴν Γαλατίαν καὶ τὴν Ἰβηρίαν, ἔτι δὲ τὴν Κελτιβηρίαν, παρεκτείνει σταδίουσ ὡσ τρισχιλίουσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 35 2:3)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 35 2:3)
- οὐ γὰρ ἦν ἐπὶ πολὺ μῆκοσ παρεκτείνειν τὴν φάλαγγα τῶν Περσῶν, ὥστε ἀχρήστουσ εἶναι συνέβαινε τὰσ πολλὰσ μυριάδασ τῶν βαρβάρων. (Diodorus Siculus, Library, book xi, chapter 28 19:2)
(디오도로스 시켈로스, Library, book xi, chapter 28 19:2)
유의어
-
to stretch out in line
파생어
- ἀνατείνω (지지하다, 추켜세우다, 올리다)
- ἀποτείνω (뻗다, 내밀다, 도달하다)
- διατείνω (뻗다, 도달하다, 내밀다)
- ἐκτείνω (뻗다, 도달하다, 연장하다)
- ἐντείνω (뻗다, 꿰다, 펴다)
- ἐπανατείνω (내밀다, 뻗다, 견디다)
- ἐπεντείνω (to stretch tight upon, stretched upon, to press on amain)
- ἐπιτείνω (늘리다, 증가시키다, 조르다)
- κατατείνω (당기다, 그리다, 끌다)
- παρατείνω (괴롭히다, 고문하다, 견디다)
- περιτείνω (to stretch all round or over)
- προσεπιτείνω (to stretch still further, to lay more stress upon, to torture or punish yet more)
- προτείνω (앞으로 뻗다, 앞으로 붙들다, 위험에 노출시키다)
- συντείνω (뻗다, 켕기다, 잡아당기다)
- τείνω (뻗다, 내밀다, 도달하다)
- ὑπερεκτείνω (to stretch beyond measure)
- ὑπερτείνω (뻗다, 넘겨 던지다, ~를 지나가다)