συγκρίνω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: synkrinō
고전 발음: [슁끄리노:]
신약 발음: [슁끄리노]
기본형:
συγκρίνω
συγκρινῶ
형태분석:
συγ
(접두사)
+
κρίν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 비교하다, 평가하다, 측정하다, 비기다
- to compound
- to compare, to measure, estimate
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οἱ δὲ εἶπαν αὐτῷ. ἐνύπνιον εἴδομεν, καὶ ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό. εἶπε δὲ αὐτοῖς Ἰωσήφ. οὐχὶ διὰ τοῦ Θεοῦ ἡ διασάφησις αὐτῶν ἐστι; διηγήσασθε οὖν μοι. (Septuagint, Liber Genesis 40:8)
(70인역 성경, 창세기 40:8)
- εἶπε δὲ Φαραὼ πρὸς Ἰωσήφ. ἐνύπνιον ἑώρακα, καὶ ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό. ἐγὼ δὲ ἀκήκοα περὶ σοῦ λεγόντων, ἀκούσαντά σε ἐνύπνια συγκρῖναι αὐτά. (Septuagint, Liber Genesis 41:15)
(70인역 성경, 창세기 41:15)
- ὅτι πνεῦμα περισσὸν ἐν αὐτῷ καὶ φρόνησις καὶ σύνεσις ἐν αὐτῷ, συγκρίνων ἐνύπνια καὶ ἀναγγέλλων κρατούμενα καὶ λύων συνδέσμους, Δανιήλ, καὶ ὁ βασιλεὺς ἐπέθηκεν ὄνομα αὐτῷ Βαλτάσαρ. νῦν οὖν κληθήτω, καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ἀναγγελεῖ σοι. - (Septuagint, Prophetia Danielis 5:12)
(70인역 성경, 다니엘서 5:12)
- ὁπότε οὖν Πλάτων τὸ φορτικώτατον καὶ ἐπαχθέστατον τῶν ἔργων προελόμενος, αὑτὸν ἐπαινεῖν κατὰ τὴν δύναμιν τῶν λόγων, οὐδὲν ᾤετο ποιεῖν κατηγορίας ἄξιον, εἰ παρὰ τὸν ἄριστον τῶν τότε ῥητόρων τοὺς ἰδίους ἐξετάζειν ἠξίου λόγους ἐπιδεικνύμενος Λυσίαν τε ἐν οἷς ἡμάρτηκεν καὶ ἑαυτὸν ἐν οἷς κατώρθωκε, τί θαυμαστὸν ἐποίουν ἐγὼ τοῖς Δημοσθένους λόγοις συγκρίνων τοὺς Πλάτωνος καὶ εἴ τι μὴ καλῶς ἐν αὐτοῖς ἔχειν ᾤμην, ἐπιλογιζόμενος· (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 11:1)
(디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 11:1)
- Λυγκεὺς δ ὁ Σάμιος ἐν τῇ πρὸς Διαγόραν ἐπιστολῇ συγκρίνων τὰ Ἀθήνησι γινόμενα τῶν ἐδωδίμων πρὸς τὰ ἐν Ῥόδῳ φησὶν ἔτι δὲ σεμνυνομένων παρ ἐκείνοις τῶν ἀγοραίων ἄρτων, ἀρχομένου μὲν τοῦ δείπνου καὶ μεσοῦντος οὐθὲν λειπομένους ἐπιφέρουσιν ἀπειρηκότων δὲ καὶ πεπληρωμένων ἡδίστην ἐπεισάγουσι διατριβὴν τὸν διάχριστον ἐσχαρίτην καλούμενον, ὃς οὕτω κέκραται τοῖς μειλίγμασι καὶ τῇ μαλακότητι καὶ τοιαύτην ἐνθρυπτόμενος ἔχει πρὸς τὸν γλυκὺν συναυλίαν ὥστε προσβιαζόμενος θαυμαστόν τι συντελεῖ: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 74 2:3)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 74 2:3)
파생어
- ἀνακρίνω (심문하다, 의심쩍다, 질문하다)
- ἀποκρίνω (나누다, 분할하다, 가르다)
- διακρίνω (속하다, 갈라지다, 나누다)
- ἐγκρίνω (받아들이다, 받다, 승인하다)
- ἐκκρίνω (추방하다, 쫓아내다, 내쫓다)
- ἐκπροκρίνω (to choose out)
- ἐπιδιακρίνω (to decide as umpire)
- ἐπικρίνω (정하다, 결정하다, 판단하다)
- καθυποκρίνομαι (to subdue by histrionic arts, to pretend to be)
- κατακρίνω (경멸하다, 판결을 내리다)
- κρίνω (나누다, 분할하다, 분리하다)
- παρακρίνω (to draw up in line opposite, drawn up along)
- προκρίνω (고르다, 선택하다, 선호하다)