πρόσωπον?
2군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사: prosōpon
고전 발음: [쁘로소:뽄]
신약 발음: [쁘로소뽄]
기본형:
πρόσωπον
προσώπου
형태분석:
προσωπ
(어간)
+
ον
(어미)
뜻
- 얼굴, 낯, 용모, 표면
- 앞, 정면
- 가면, 탈
- 성격, 자, 인격
- 등장, 외모
- 사람, 인칭
- face, visage, countenance
- front
- mask
- character, part in a drama
- appearance
- person
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐπότιζε πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. (Septuagint, Liber Genesis 2:6)
(70인역 성경, 창세기 2:6)
- καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν. (Septuagint, Liber Genesis 2:7)
(70인역 성경, 창세기 2:7)
- Καὶ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν, καὶ ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου. (Septuagint, Liber Genesis 3:8)
(70인역 성경, 창세기 3:8)
- ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς γὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ. (Septuagint, Liber Genesis 3:19)
(70인역 성경, 창세기 3:19)
- ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχε. καὶ ἐλυπήθη Κάϊν λίαν, καὶ συνέπεσε τῷ προσώπῳ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 4:5)
(70인역 성경, 창세기 4:5)
- καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Κάϊν. ἵνα τί περίλυπος ἐγένου, καὶ ἵνα τί συνέπεσε τὸ πρόσωπόν σου; (Septuagint, Liber Genesis 4:6)
(70인역 성경, 창세기 4:6)
- καὶ οὐχ εὑροῦσαι ἡ περιστερὰ ἀνάπαυσιν τοῖς ποσὶν αὐτῆς, ἀνέστρεψε πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν κιβωτόν, ὅτι ὕδωρ ἦν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἔλαβεν αὐτήν, καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὴν κιβωτόν. (Septuagint, Liber Genesis 8:9)
(70인역 성경, 창세기 8:9)
- καὶ λαβόντες Σὴμ καὶ Ἰάφεθ τὸ ἱμάτιον ἐπέθεντο ἐπὶ τὰ δύο νῶτα αὐτῶν καὶ ἐπορεύθησαν ὀπισθοφανῶς καὶ συνεκάλυψαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν ὀπισθοφανῶς, καὶ τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν οὐκ εἶδον. (Septuagint, Liber Genesis 9:23)
(70인역 성경, 창세기 9:23)
유의어
-
얼굴
-
앞
-
가면
-
등장
- φάσις (출연, 출석)
- μορφή (등장, 외모)
- ὅρασις (등장, 외모)
- ἔμφασις (등장, 외모)
- ἴνδαλμα (등장, 외모)
- εἶδος (등장, 외모, 출연)
- ἰδέα (형태, 등장, 외모)
- ἀντέμφασις (difference of appearance)
- ἐπιφάνεια (등장, 외모, 출연)
- ἐπιφάνεια (등장, 외모, 출연)
-
사람