헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βάδισμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βάδισμα

형태분석: βαδισματ (어간)

어원: from badi/zw

  1. 산책, 걸음걸이, 산보
  1. walk, gait

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βάδισμα

산책이

βαδίσματε

산책들이

βαδίσματα

산책들이

속격 βαδίσματος

산책의

βαδισμάτοιν

산책들의

βαδισμάτων

산책들의

여격 βαδίσματι

산책에게

βαδισμάτοιν

산책들에게

βαδίσμασιν*

산책들에게

대격 βάδισμα

산책을

βαδίσματε

산책들을

βαδίσματα

산책들을

호격 βάδισμα

산책아

βαδίσματε

산책들아

βαδίσματα

산책들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ γάρ τοι γενναιότατοσ οὗτοσ Διόνυσοσ ἡμιάνθρωποσ ὤν, οὐδὲ Ἕλλην μητρόθεν ἀλλὰ Συροφοίνικόσ τινοσ ἐμπόρου τοῦ Κάδμου θυγατριδοῦσ, ἐπείπερ ἠξιώθη τῆσ ἀθανασίασ, οἱο͂σ μὲν αὐτόσ ἐστιν οὐ λέγω, οὔτε τὴν μίτραν οὔτε τὴν μέθην οὔτε τὸ βάδισμα· (Lucian, Deorum concilium, (no name) 4:2)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 4:2)

  • καὶ τί θαυμαστὸν εἰ τοῦτο ἔπαθεσ, ἀνόητοσ καὶ ἀπαίδευτοσ ἄνθρωποσ, καὶ προῄεισ ἐξυπτιάζων καὶ μιμούμενοσ βάδισμα καὶ σχῆμα καὶ βλέμμα ἐκείνου ᾧ σεαυτὸν εἰκάζων ἔχαιρεσ, ὅπου καὶ Πύρρον φασὶ τὸν Ἠπειρώτην, τὰ ἄλλα θαυμαστὸν ἄνδρα, οὕτωσ ὑπὸ κολάκων ἐπὶ τῷ ὁμοίῳ ποτὲ διαφθαρῆναι ὡσ πιστεύειν ὅτι ὅμοιοσ ἦν Ἀλεξάνδρῳ ἐκείνῳ; (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 21:1)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 21:1)

  • μυρία γάρ ἐστι τὰ ἀντιμαρτυροῦντα τῷ σχήματι, βάδισμα καὶ βλέμμα καὶ φωνὴ καὶ τράχηλοσ ἐπικεκλασμένοσ καὶ ψιμύθιον καὶ μαστίχη καὶ φῦκοσ, οἷσ ὑμεῖσ κοσμεῖσθε, καὶ ὅλωσ κατὰ τὴν παροιμίαν, θᾶττον ἂν πέντε ἐλέφαντασ ὑπὸ μάλησ κρύψειασ ἢ ἕνα κίναιδον. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 23:9)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 23:9)

  • εἰσίν τινεσ, ὦ Ζεῦ, ἐν μεταιχμίῳ τῶν τε πολλῶν καὶ τῶν φιλοσοφούντων, τὸ μὲν σχῆμα καὶ βλέμμα καὶ βάδισμα ἡμῖν ὅμοιοι καὶ κατὰ τὰ αὐτὰ ἐσταλμένοι· (Lucian, Fugitivi, (no name) 4:4)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 4:4)

  • ταῖσ δὲ γενναιοτάταισ καὶ ἐπισκύνιον πρόσεστιν, καὶ σοβαραὶ φαίνονται, καὶ τὸ βάδισμα κοῦφον καὶ πυκνὸν καὶ ἁβρόν· (Arrian, Cynegeticus, chapter 7 7:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 7 7:1)

유의어

  1. 산책

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION