헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πονηρία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πονηρία

형태분석: πονηρι (어간) + ᾱ (어미)

어원: ponhro/s

  1. 저질, 나쁜 상태, 불량
  2. 악덕, 간악, 부도덕, 죄, 악행, 범죄
  3. 겁대가리, 소심, 비겁
  1. a bad state or condition, badness
  2. wickedness, vice, knavery, knavish tricks, rogueries
  3. baseness, cowardice

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πονηρία

저질이

πονηρίᾱ

저질들이

πονηρίαι

저질들이

속격 πονηρίᾱς

저질의

πονηρίαιν

저질들의

πονηριῶν

저질들의

여격 πονηρίᾱͅ

저질에게

πονηρίαιν

저질들에게

πονηρίαις

저질들에게

대격 πονηρίᾱν

저질을

πονηρίᾱ

저질들을

πονηρίᾱς

저질들을

호격 πονηρίᾱ

저질아

πονηρίᾱ

저질들아

πονηρίαι

저질들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μή ποτε εἴπωσιν οἱ Αἰγύπτιοι λέγοντεσ. μετὰ πονηρίασ ἐξήγαγεν αὐτοὺσ ἀποκτεῖναι ἐν τοῖσ ὄρεσι καὶ ἐξαναλῶσαι αὐτοὺσ ἀπὸ τῆσ γῆσ. παῦσαι τῆσ ὀργῆσ τοῦ θυμοῦ σου καὶ ἵλεωσ γενοῦ ἐπὶ τῇ κακίᾳ τοῦ λαοῦ σου, (Septuagint, Liber Exodus 32:12)

    (70인역 성경, 탈출기 32:12)

  • καὶ εἶπαν. μὴ ἡμῖν χρήσῃ κατὰ τὰσ πονηρίασ ἡμῶν, ἀλλὰ κατὰ τὸ ἔλεόσ σου. (Septuagint, Liber Maccabees I 13:46)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 13:46)

  • μὴ ἐκκλίνῃσ τὴν καρδίαν μου εἰσ λόγουσ πονηρίασ τοῦ προφασίζεσθαι προφάσεισ ἐν ἁμαρτίαισ σὺν ἀνθρώποισ ἐργαζομένοισ τὴν ἀνομίαν, καὶ οὐ μὴ συνδυάσω μετὰ τῶν ἐκλεκτῶν αὐτῶν. (Septuagint, Liber Psalmorum 140:4)

    (70인역 성경, 시편 140:4)

  • ἐκ γὰρ ἀνόμων ὕπνων τέκνα γεννώμενα μάρτυρέσ εἰσι πονηρίασ κατὰ γονέων ἐν ἐξετασμῷ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Sapientiae 4:6)

    (70인역 성경, 지혜서 4:6)

  • ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ. διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίασ. οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντεσ καὶ μὴ νοήσαντεσ, μηδὲ θέντεσ ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, (Septuagint, Liber Sapientiae 4:14)

    (70인역 성경, 지혜서 4:14)

유의어

  1. 저질

  2. 겁대가리

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION