Ancient Greek-English Dictionary Language

περίφοβος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: περίφοβος περίφοβον

Structure: περιφοβ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. in great fear, exceeding fearful

Examples

  • καὶ πρῶτον μὲν ὀλίγοισ τῶν Ἀρμενίων ἐντυχὼν καθ’ ὁδὸν ἐπτοιημένοισ καὶ περιφόβοισ ἀπιοῦσιν εἴκασε τὸ πάθοσ, εἶτ’ ἤδη πλειόνων γυμνῶν καὶ τετρωμένων ἀπαντώντων πυθόμενοσ τὴν ἧτταν ἐζήτει τὸν Τιγράνην. (Plutarch, Lucullus, chapter 29 1:2)
  • ὁ δὲ τῶν Ῥωμαίων βασιλεὺσ ἐπιρράξασ αὐτοῖσ τὴν ἵππον περιφόβοισ οὖσι καὶ τεταραγμένοισ καὶ μέχρι τινὸσ διώξασ, ὡσ ἔμαθεν ἐσκεδασμένουσ ἀπ’ ἀλλήλων καὶ οὔτε λογισμὸν ἔτι τοῦ συστῆναι ληψομένουσ οὔτε δύναμιν ἔχοντασ, ἀφεὶσ τοὺσ φεύγοντασ ἐπὶ τὸ συνεστηκὸσ ἔτι καὶ διαμένον τῶν πολεμίων ἐχώρει μέροσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 25 3:1)

Synonyms

  1. in great fear

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION