- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μέτριος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: metrios 고전 발음: [리오] 신약 발음: [리오]

기본형: μέτριος μέτρια μέτριον

형태분석: μετρι (어간) + ος (어미)

어원: μέτρον

  1. 흔한, 평범한, 보통의, 온건한
  2. 적은, 몇몇
  3. 흔한, 평범한, 보통의, 온건한, 던지러운, 비열한, 보편적인, 비참한, 중도의, 적절한, 일반적인
  4. 온건한, 적절한, 중도의, 적당한
  5. 온건한, 맑은, 온화한, 적당한
  6. 적절한, 어울리는, 적시의
  1. within measure
  2. of average height, the common, moderate
  3. few
  4. holding to the mean, moderate, a mean or middle, the mean, not too great, common, not in strict, common men, the common, just sufficient
  5. moderate, tolerable, moderate terms
  6. moderate, temperate, virtuous
  7. proportionate, fitting
  8. moderately, within due limits, in due measure, fairly, moderately
  9. enough, sufficiently
  10. modestly, temperately, to fair terms

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μέτριος

(이)가

μετρία

(이)가

μέτριον

(것)가

속격 μετρίου

(이)의

μετρίας

(이)의

μετρίου

(것)의

여격 μετρίῳ

(이)에게

μετρίᾳ

(이)에게

μετρίῳ

(것)에게

대격 μέτριον

(이)를

μετρίαν

(이)를

μέτριον

(것)를

호격 μέτριε

(이)야

μετρία

(이)야

μέτριον

(것)야

쌍수주/대/호 μετρίω

(이)들이

μετρία

(이)들이

μετρίω

(것)들이

속/여 μετρίοιν

(이)들의

μετρίαιν

(이)들의

μετρίοιν

(것)들의

복수주격 μέτριοι

(이)들이

μέτριαι

(이)들이

μέτρια

(것)들이

속격 μετρίων

(이)들의

μετριῶν

(이)들의

μετρίων

(것)들의

여격 μετρίοις

(이)들에게

μετρίαις

(이)들에게

μετρίοις

(것)들에게

대격 μετρίους

(이)들을

μετρίας

(이)들을

μέτρια

(것)들을

호격 μέτριοι

(이)들아

μέτριαι

(이)들아

μέτρια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἰ μὲν καλῶς καὶ εὐθίκτως τῇ συντάξει, τοῦτο καὶ αὐτὸς ἤθελον. εἰ δὲ εὐτελῶς καὶ μετρίως, τοῦτο ἐφικτὸν ἦν μοι. (Septuagint, Liber Maccabees II 15:38)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 15:38)

  • ὕπνος ὑγιείας ἐπὶ ἐντέρῳ μετρίῳ, ἀνέστη πρωΐ, καὶ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ. πόνος ἀγρυπνίας καὶ χολέρας καὶ στρόφος μετὰ ἀνδρὸς ἀπλήστου. (Septuagint, Liber Sirach 31:20)

    (70인역 성경, Liber Sirach 31:20)

  • πραότητος δ ἐστὶ τὸ δύνασθαι φέρειν μετρίως ἐγκλήματα καὶ ὀλιγωρίας, καὶ τὸ μὴ ταχέως ὁρμᾶν ἐπὶ τὰς τιμωρίας, καὶ τὸ μὴ εὐκίνητον εἶναι πρὸς τὰς ὀργάς, ἄπικρον δὲ τῷ ἤθει καὶ ἀφιλόνεικον, ἔχοντα τὸ ἠρεμαῖον ἐν τῇ ψυχῇ καὶ στάσιμον. (Aristotle, Virtues and Vices 15:3)

    (아리스토텔레스, Virtues and Vices 15:3)

  • μᾶλλον δὲ πολὺ μετριώτερος ἐκεῖνος, ἔρωτι μὲν ἁλούς, ὡς ἔφασκεν ἀπολογούμενος, ἑκὼν δὲ μάλα εὐψύχως ἐς τὸ πῦρ ἁλλόμενος, καίτοι ἐλεούντων αὐτὸν ἤδη Κροτωνιατῶν καὶ ἐνδιδόντων φυγεῖν, εἰ βούλοιτο. (Lucian, Apologia 11:3)

    (루키아노스, Apologia 11:3)

  • πρὸ δὲ τῶν ὅλων μεμνῆσθαι χρὴ τοὺς ἐπιτιμῶντας, ὅτι οὐ σοφῷ ὄντι μοι - εἰ δή τις καὶ ἄλλος ἐστί που σοφός - ἐπιτιμήσουσιν, ἀλλὰ τῷ ἐκ τοῦ πολλοῦ δήμου, λόγους μὲν ἀσκήσαντι καὶ τὰ μέτρια ἐπαινουμένῳ ἐπ᾿ αὐτοῖς, πρὸς δὲ τὴν ἄκραν ἐκείνην τῶν κορυφαίων ἀρετὴν οὐ πάνυ γεγυμνασμένῳ: (Lucian, Apologia 34:1)

    (루키아노스, Apologia 34:1)

  • εἰ μέτριος εἰή μέχρι δεῦρο, ἀνεκτός, ἀλλ οὐκ ἀνήσει. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 14 2:3)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 14 2:3)

  • ναύταις γὰρ ἢν μὲν μέτριος ᾖ χειμὼν φέρειν, προθυμίαν ἔχουσι σωθῆναι πόνων, ὁ μὲν παρ οἰάχ, ὁ δ ἐπὶ λαίφεσιν βεβώς, ὁ δ ἄντλον εἴργων ναός: (Euripides, The Trojan Women, episode, antistrophe 3 3:10)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, antistrophe 3 3:10)

  • ἀλλ αὐτὸς ὁ κρινόμενος νὴ Δία μέτριος τὸν τρόπον, καὶ προγόνων χρηστῶν, καὶ πολλὰ ἡμᾶς καὶ ἰδία καὶ δημοσίᾳ καλὰ εἰργασμένος, ὥστε διὰ ταῦτ ἄξιόν ἐστιν αὐτοῦ φείσασθαι· (Dinarchus, Speeches, 11:1)

    (디나르코스, 연설, 11:1)

  • ὃν οὐχ εἷς ἀνὴρ ἀλλὰ πᾶσα ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴ ζητήσασα ἀποπέφαγκε χρήματ ἔχειν καθ ὑμῶν, ὃς οὐσίαν ἔχων πολλὴν καὶ παίδων ἀρρένων οὐκ ὄντων αὐτῷ, καὶ οὐδενὸς ἄλλου δεόμενος ὧν <ἂν> ἄνθρωπος μέτριος δεηθείη, οὐκ ἀπέσχετο χρημάτων διδομένων κατὰ τῆς πατρίδος, οὐδ ἀπεκρύψατο τὴν ἔμφυτον πονηρίαν, ἀλλ ἀνεῖλε πᾶσαν τὴν γεγενημένην αὑτῷ πρὸς ὑμᾶς πίστιν, καὶ οἷς πρότερον ἔφη διαφέρεσθαι, πρὸς τούτους ἔταξεν αὑτόν, καὶ ἐξήλεγξεν αὑτοῦ τὴν προσποίητον καλοκαγαθίαν, ὅτι ψευδὴς ἦν. (Dinarchus, Speeches, 21:1)

    (디나르코스, 연설, 21:1)

  • μέτριος, ἐπιεικής, ἁρμόδιος τῷ βίῳ, τὸ δὲ μέγιστον, διπλοῦς. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 25:6)

    (루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 25:6)

유의어

  1. within measure

  2. 적은

  3. 온건한

  4. 온건한

  5. enough

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION