- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μανικός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: manikos 고전 발음: [마니꼬] 신약 발음: [마니꼬]

기본형: μανικός μανική μανικόν

형태분석: μανικ (어간) + ος (어미)

어원: μανία

  1. 미친, 제정신이 아닌, 화난
  2. 광란적인, 미칠 것 같은, 제정신이 아닌, 정신 없는, 미친
  1. of or for madness, mad, mad
  2. frenzied, frantic, mad, extravagant

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μανικός

미친 (이)가

μανική

미친 (이)가

μανικόν

미친 (것)가

속격 μανικοῦ

미친 (이)의

μανικῆς

미친 (이)의

μανικοῦ

미친 (것)의

여격 μανικῷ

미친 (이)에게

μανικῇ

미친 (이)에게

μανικῷ

미친 (것)에게

대격 μανικόν

미친 (이)를

μανικήν

미친 (이)를

μανικόν

미친 (것)를

호격 μανικέ

미친 (이)야

μανική

미친 (이)야

μανικόν

미친 (것)야

쌍수주/대/호 μανικώ

미친 (이)들이

μανικά

미친 (이)들이

μανικώ

미친 (것)들이

속/여 μανικοῖν

미친 (이)들의

μανικαῖν

미친 (이)들의

μανικοῖν

미친 (것)들의

복수주격 μανικοί

미친 (이)들이

μανικαί

미친 (이)들이

μανικά

미친 (것)들이

속격 μανικῶν

미친 (이)들의

μανικῶν

미친 (이)들의

μανικῶν

미친 (것)들의

여격 μανικοῖς

미친 (이)들에게

μανικαῖς

미친 (이)들에게

μανικοῖς

미친 (것)들에게

대격 μανικούς

미친 (이)들을

μανικάς

미친 (이)들을

μανικά

미친 (것)들을

호격 μανικοί

미친 (이)들아

μανικαί

미친 (이)들아

μανικά

미친 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλὰ σύ, ὦ τολμηρότατε, καὶ τὴν Ῥέαν αὐτὴν γραῦν ἤδη καὶ μητέρα τοσούτων θεῶν οὖσαν ἀνέπεισας παιδεραστεῖν καὶ τὸ Φρύγιον μειράκιον ποθεῖν, καὶ νῦν ἐκείνη μέμηνεν ὑπὸ σοῦ καὶ ζευξαμένη τοὺς λέοντας, παραλαβοῦσα καὶ τοὺς Κορύβαντας ἅτε μανικοὺς καὶ αὐτοὺς ὄντας, ἄνω καὶ κάτω τὴν Ἴδην περιπολοῦσιν, ἡ μὲν ὀλολύζουσα ἐπὶ τῷ Ἄττῃ, οἱ Κορύβαντες δὲ ὁ μὲν αὐτῶν τέμνεται ξίφει τὸν πῆχυν, ὁ δὲ ἀνεὶς τὴν κόμην ἱέται μεμηνὼς διὰ τῶν ὀρῶν, ὁ δὲ αὐλεῖ τῷ κέρατι, ὁ δὲ ἐπιβομβεῖ τῷ τυμπάνῳ ἢ ἐπικτυπεῖ τῷ κυμβάλῳ, καὶ ὅλως θόρυβος καὶ μανία τὰ ἐν τῇ Ἴδῃ ἅπαντά ἐστι. (Lucian, Dialogi deorum, 2:4)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 2:4)

  • βλέπει γέ τοι μανικόν τι καὶ τραγῳδικόν. (Aristophanes, Plutus, Episode 2:7)

    (아리스토파네스, Plutus, Episode 2:7)

  • μὰ Δί οὐ δῆτ, ἀλλὰ μανικὰ πράγματα. (Aristophanes, Wasps, Episode, iambics2)

    (아리스토파네스, Wasps, Episode, iambics2)

  • τὸ γὰρ ὧν ἔξεστι μὴ μετέχειν, μανικὸν εἶναι, καὶ ταῦτα ἐν ἡδονῇ τὸ εὔδαιμον τῶν ἐπιφανεστάτων φιλοσόφων τιθεμένων. (Plutarch, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 1 4:1)

    (플루타르코스, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 1 4:1)

  • συμμίξας δὲ τῷ Ἀράτῳ περὶ Κόρινθον ὁ Ἆγις ἔτι βουλευομένῳ περὶ μάχης καὶ παρατάξεως πρὸς τοὺς πολεμίους, ἐπεδείξατο καὶ προθυμίαν πολλὴν καὶ τόλμαν οὐ μανικὴν οὐδὲ ἀλόγιστον. (Plutarch, Agis, chapter 15 1:1)

    (플루타르코스, Agis, chapter 15 1:1)

  • οὐδὲ Κλέων αὐτὸν φοβήσει μέγα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ δυνάμενος καὶ κατέχων τὸ βῆμα, ὡς μὴ εἰπεῖν ὅτι ὀλέθριος καὶ μανικὸς ἄνθρωπος οὗτος ἦν: (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 38 1:3)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 38 1:3)

  • καὶ Φίλιππος δ ὁ τοῦ Ἀλεξάνδρου πατήρ φιλοπότης ἦν, ὡς ἱστορεῖ Θεόπομπος ἐν τῇ ἕκτῃ καὶ εἰκοστῇ τῶν ἱστοριῶν, κἀν ἄλλῳ δὲ μέρει τῆς ἱστορίας γράφει Φίλιππος ἦν τὰ μὲν φύσει μανικὸς καὶ προπετὴς ἐπὶ τῶν κινδύνων, τὰ δὲ διὰ μέθην ἦν γὰρ πολυπότης καὶ πολλάκις μεθύων ἐξεβοήθει. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 461)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 461)

  • Χαιρεφῶν δέ, ἅτε καὶ μανικὸς ὤν, ἀναπηδήσας ἐκ μέσων ἔθει πρός με, καί μου λαβόμενος τῆς χειρός, ὦ Σώκρατες, ἦ δ ὅς, πῶς ἐσώθης ἐκ τῆς μάχης· (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 3:1)

    (플라톤, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 3:1)

  • φοβοῦμαι δὴ τὰ εἰρημένα, μή ποτε διὰ ταῦτά σοι μανικὸς εἶναι δόξω παρὰ πόδα μεταβαλὼν ἐμαυτὸν ἄνω καὶ κάτω. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 156:7)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 156:7)

  • ὅτι ὁ Καμβύσης ἦν μὲν φύσει μανικὸς καὶ παρακεκινηκὼς τοῖς λογισμοῖς, πολὺ δὲ μᾶλλον αὐτὸν ὠμὸν καὶ ὑπερήφανον ἐποίει τὸ τῆς βασιλείας μέγεθος. (Diodorus Siculus, Library, fragmenta libri x, chapter 14 3:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, fragmenta libri x, chapter 14 3:1)

유의어

  1. 미친

  2. 광란적인

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION