헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀλογιστία

1군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀλογιστία

  1. 경솔함, 생각이 모자람
  1. thoughtlessness, rashness

예문

  • πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῶν ἀνηκόντων τῷ βασιλεῖ γνησίωσ φρονῶν, δεύτερον δὲ καὶ τῶν ἰδίων πολιτῶν στοχαζόμενοσ. τῇ μὲν γὰρ τῶν προειρημένων ἀλογιστίᾳ τὸ σύμπαν ἡμῶν γένοσ οὐ μικρῶσ ἀκληρεῖ. (Septuagint, Liber Maccabees II 14:8)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 14:8)

  • ταῦτα δ’ ἐστὶν ἀπειρία πραγμάτων, ἀλογιστία, τὸ μὴ δύνασθαι μηδ’ ἐπίστασθαι χρῆσθαι τοῖσ παροῦσιν ὀρθῶσ. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 3 2:2)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 3 2:2)

  • ταῦτα δ’ ἐστὶν ἀπειρία πραγμάτων, ἀλογιστία, τὸ μὴ δύνασθαι μηδ’ ἐπίστασθαι χρῆσθαι τοῖσ παροῦσιν ὀρθῶσ· (Plutarch, De tranquilitate animi, section 3 6:1)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 3 6:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION