헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κύων

3군 변화 명사; 남/여성 동물 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κύων κυνός

형태분석: κυων (어간)

  1. 암캐
  2. (경멸) 암캐
  3. 공격적인 사람
  1. a dog
  2. a bitch
  3. (pejorative) a bitch (used of women, to denote shamelessness or audacity)
  4. an offensive person

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κύων

개가

κύνε

개들이

κύνες

개들이

속격 κύνος

개의

κύνοιν

개들의

κύνων

개들의

여격 κύνι

개에게

κύνοιν

개들에게

κῦσιν*

개들에게

대격 κύνα

개를

κύνε

개들을

κύνας

개들을

호격 κύων

개야

κύνε

개들아

κύνες

개들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἄνδρεσ ἅγιοι ἔσεσθέ μοι. καὶ κρέασ θηριάλωτον οὐκ ἔδεσθε, τῷ κυνὶ ἀπορρίψατε αὐτό. (Septuagint, Liber Exodus 22:31)

    (70인역 성경, 탈출기 22:31)

  • "τί κυνὶ καὶ βαλανείῳ; (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 5:14)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 5:14)

  • ὁ Βράγχοσ ἐπὶ πέτρασ καθεζόμενοσ ἀνέχει λαγὼν καὶ προσπαίζει τὸν κύνα, ὁ δὲ πηδησομένῳ ἐοίκεν ἐπ’ αὐτὸν εἰσ τὸ ὕψοσ, καὶ Ἀπόλλων παρεστὼσ μειδιᾷ τερπόμενοσ ἀμφοῖν καὶ τῷ παιδὶ παίζοντι καὶ πειρωμένῳ τῷ κυνί. (Lucian, De Domo, (no name) 24:2)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 24:2)

  • τοιγαροῦν ἐμπέπλησται πᾶσα πόλισ τῆσ τοιαύτησ ῥᾳδιουργίασ, καὶ μάλιστα τῶν Διογένη καὶ Ἀντισθένη καὶ Κράτητα ἐπιγραφομένων καὶ ὑπὸ τῷ κυνὶ ταττομένων, οἳ τὸ μὲν χρήσιμον ὁπόσον ἔνεστι τῇ φύσει τῶν κυνῶν, οἱο͂ν τὸ φυλακτικὸν ἢ οἰκουρικὸν ἢ φιλοδέσποτον ἢ μνημονικόν, οὐδαμῶσ ἐζηλώκασιν, ὑλακὴν δὲ καὶ λιχνείαν καὶ ἁρπαγὴν καὶ ἀφροδίσια συχνὰ καὶ κολακείαν καὶ τὸ σαίνειν τὸν διδόντα καὶ περὶ τραπέζασ ἔχειν, ταῦτα ἀκριβῶσ ἐκπεπονήκασιν. (Lucian, Fugitivi, (no name) 16:1)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 16:1)

  • κράτιστον γὰρ κυνὶ τοῦτο σιτίον, καὶ οὐ δέοσ μὴ ὑπερεμπλησθῇ ἀπ̓ αὐτοῦ. (Arrian, Cynegeticus, chapter 8 2:2)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 8 2:2)

유의어

  1. 암캐

  2. 암캐

  3. 공격적인 사람

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION