헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κύων

3군 변화 명사; 남/여성 동물 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κύων κυνός

형태분석: κυων (어간)

  1. 암캐
  2. (경멸) 암캐
  3. 공격적인 사람
  1. a dog
  2. a bitch
  3. (pejorative) a bitch (used of women, to denote shamelessness or audacity)
  4. an offensive person

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κύων

개가

κύνε

개들이

κύνες

개들이

속격 κύνος

개의

κύνοιν

개들의

κύνων

개들의

여격 κύνι

개에게

κύνοιν

개들에게

κῦσιν*

개들에게

대격 κύνα

개를

κύνε

개들을

κύνας

개들을

호격 κύων

개야

κύνε

개들아

κύνες

개들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐκδικήσω ἐπ’ αὐτοὺσ τέσσαρα εἴδη, λέγει Κύριοσ. τὴν μάχαιραν εἰσ σφαγὴν καὶ τοὺσ κύνασ εἰσ διασπασμὸν καὶ τὰ θηρία τῆσ γῆσ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ εἰσ βρῶσιν καὶ εἰσ διαφθοράν. (Septuagint, Liber Ieremiae 15:3)

    (70인역 성경, 예레미야서 15:3)

  • ἄχρι δὴ συνελθόντασ τοὺσ κύνασ πρὸσ τὸν ἦχον ‐ πολλοὶ δὲ ἦσαν αὐτόθι ‐ διασπάσασθαι αὐτόν, ὡσ τοῦτο γοῦν ὅμοιον τῷ Ὀρφεῖ παθεῖν καὶ μόνουσ ἐφ’ ἑαυτὸν συγκαλέσαι τοὺσ κύνασ. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 12:2)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 12:2)

  • κύνασ καὶ τὰ λοιπὰ ζῷα μέτειμι· (Lucian, Cataplus, (no name) 21:10)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 21:10)

  • γίγνονται δὲ καὶ μέγισταί τινεσ μυῖαι, ἃσ στρατιώτιδασ οἱ πολλοὶ καλοῦσιν, οἱ δὲ κύνασ, τραχύταται τὸν βόμβον καὶ τὴν πτῆσιν ὠκύταται, αἵ γε καὶ μακροβιώταταὶ εἰσιν καὶ τοῦ χειμῶνοσ ὅλου ἄσιτοι διακαρτεροῦσιν ὑπεπτηχυῖαι τοῖσ ὀρόφοισ μάλιστα, ἐφ’ ὧν κἀκεῖνο θαυμάζειν ἄξιον, ὅτι ἀμφότερα, καὶ τὰ θηλειῶν καὶ τὰ ἀρρένων, δρῶσιν καὶ βαινόμεναι καὶ ^ βαίνοντεσ ἐν τῷ μέρει κατὰ τὸν Ἑρμοῦ καὶ Ἀφροδίτησ παῖδα τὸν μικτὸν τὴν φύσιν καὶ διττὸν τὸ κάλλοσ. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 12:1)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 12:1)

  • Περεγρίνου δὲ τοῦ Πρωτέωσ ἐπιτιμῶντοσ αὐτῷ, ὅτι ἐγέλα τὰ πολλὰ καὶ τοῖσ ἀνθρώποισ προσέπαιζε, καὶ λέγοντοσ, Δημῶναξ, οὐ κυνᾷσ, ἀπεκρίνατο, Περεγρῖνε, οὐκ ἀνθρωπίζεισ. (Lucian, (no name) 21:1)

    (루키아노스, (no name) 21:1)

유의어

  1. 암캐

  2. 암캐

  3. 공격적인 사람

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION