κλέπτω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
κλέπτω
κλέψω
ἔκλεψα
κέκλοφα
κέκλεμμαι
ἐκλέφθην
Structure:
κλέπτ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I steal, filch
- I cheat
- I mislead, keep secret
- I disguise, conceal
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τοιγαροῦν πολλὰσ πόλεισ Μήδων ἑλόντεσ αἰτιώτατοι φέρεσθαι τὸν φόρον δεῦρ’ ἐσμέν, ὃν κλέπτουσιν οἱ νεώτεροι. (Aristophanes, Wasps, Parabasis, antistrophe3)
- προσποιούμενοσ δὲ τῶν προτέρων μεταμέλειν αὐτῷ καὶ μαλακώτερον ἐνδιδοὺσ ἑαυτόν, ἤρεσκε τοῖσ τὰ κοινὰ κλέπτουσιν οὐκ ἐξελέγχων οὐδ’ ἀκριβολογούμενοσ, ὥστε καταπιμπλαμένουσ τῶν δημοσίων ὑπερεπαινεῖν τὸν Ἀριστείδην καὶ δεξιοῦσθαι τὸν δῆμον ὑπὲρ αὐτοῦ, σπουδάζοντασ ἄρχοντα πάλιν αἱρεθῆναι. (Plutarch, , chapter 4 3:3)
- ὅσοι δὲ πρὸσ τὸ ἦθοσ ἐξικνοῦνται τοῖσ ἐπαίνοισ καὶ νὴ Δία τοῦ τρόπου τῇ κολακείᾳ θιγγάνουσι, ταὐτὸ ποιοῦσι τῶν οἰκετῶν τοῖσ μὴ ἀπὸ τοῦ σωροῦ κλέπτουσιν ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ σπέρματοσ σπέρμα γὰρ τῶν πράξεων οὖσαν τὴν διάθεσιν καὶ τὸ ἦθοσ ἀρχὴν καὶ πηγὴν τοῦ βίου διαστρέφουσι, τὰ τῆσ ἀρετῆσ ὀνόματα τῇ κακίᾳ περιτιθέντεσ. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 12 8:1)
- δι’ ἔνδειαν μὲν γὰρ δήπου οἱ μὲν κλέπτουσιν, οἱ δὲ τοιχωρυχοῦσιν, οἱ δὲ ἀνδραποδίζονται· (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 4 37:2)
- πλουτοῦσιν δ’ ἀδίκοισ ἔργμασι πειθόμενοι οὔθ’ ἱερῶν κτεάνων οὔτε τι δημοσίων φειδόμενοι κλέπτουσιν ἐφ’ ἁρπαγῇ ἄλλοθεν ἄλλοσ οὐδὲ φυλάσσονται σεμνὰ θέμεθλα Δίκησ, ἣ σιγῶσα σύνοιδε τὰ γιγνόμενα πρό τ’ ἐόντα, τῷ δὲ χρόνῳ πάντωσ ἦλθ’ ἀποτεισομένη. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 27)
Synonyms
-
I steal
-
I cheat
-
I mislead
-
I disguise
Derived
- διακλέπτω (to steal at different times, the quantity stolen [, and dispersed)
- ἐκκλέπτω (to steal and bring off secretly, to purloin, to steal away)
- παρακλέπτω (to steal from the side, filch underhand)
- συγκλέπτω (to steal along with)
- συνεκκλέπτω (to help to steal away, to help in concealing)
- ὑποκλέπτω (to steal underhand, filch, to be stolen away)