ἐφέτης?
First declension Noun; Masculine
자동번역
Transliteration: ephetēs
Principal Part:
ἐφέτης
ἐφέτου
Structure:
ἐφετ
(Stem)
+
ης
(Ending)
Sense
- a commander
- the Ephetae
Declension
First declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- δικάζουσι δ οἱ λαχόντες ταῦτ ἐφέται πλὴν τῶν ἐν Ἀρείῳ πάγῳ γιγνομένων, εἰσάγει δ ὁ βασιλεύς, καὶ δικάζουσιν ἐν ἱερῷ καὶ ὑπαίθριοι, καὶ ὁ βασιλεὺς ὅταν δικάζῃ περιαιρεῖται τὸν στέφανον. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 57 4:1)
- καὶ μαρτυρεῖν αὐτοῖς δοκεῖ μάλιστα τὸ μηδαμοῦ τὸν Δράκοντα λέγειν μηδ ὀνομάζειν Ἀρεοπαγίτας, ἀλλὰ τοῖς ἐφέταις ἀεὶ διαλέγεσθαι περὶ τῶν φονικῶν. (Plutarch, , chapter 19 2:3)
- "ἀτίμων ὅσοι ἄτιμοι ἦσαν πρὶν ἢ Σόλωνα ἄρξαι, ἐπιτίμους εἶναι πλὴν ὅσοι ἐξ Ἀρείου πάγου ἢ ὅσοι ἐκ τῶν ἐφετῶν ἢ ἐκ πρυτανείου καταδικασθέντες ὑπὸ τῶν βασιλέων ἐπὶ φόνῳ ἢ σφαγαῖσιν ἢ ἐπὶ τυραννίδι ἔφευγον ὅτε ὁ θεσμὸς ἐφάνη ὅδε. (Plutarch, , chapter 19 3:2)
- εἰ μὴ νὴ Δία γέγονέ τις ἀσάφεια τοῦ γράμματος ἢ ἔκλειψις, ὥστε τοὺς ἡλωκότας ἐπ αἰτίαις αἷς κρίνουσι νῦν οἱ Ἀρεοπαγῖται καὶ ἐφέται καὶ πρυτάνεις, ὅτε ὁ θεσμὸς ἐφάνη ὅδε, μένειν ἀτίμους, τῶν ἄλλων ἐπιτίμων γενομένων. (Plutarch, , chapter 19 4:3)
- πολυάνδρου δ Ἀσίας θούριος ἄρχων ἐπὶ πᾶσαν χθόνα ποιμα- νόριον θεῖον ἐλαύνει διχόθεν, πεζονόμον τ ἔκ τε θαλάσσας, ἐχυροῖσι πεποιθὼς στυφελοῖς ἐφέταις, χρυ- σογόνου γενεᾶς ἰσόθεος φώς. (Aeschylus, Persians, choral, antistrophe 11)
Synonyms
-
a commander
- ἐπιτακτήρ (a commander)
- ἁρμόστωρ (a commander)
- πεντακοσιάρχης (the commander of)
- ἡγητήρ (a commander)
- διάταξις (command)
- διλοχίτης ( a commander of a δῐλοχίᾱ )
- ἥγησις (command)
- ταγοῦχος (holding command)
- κελευσμός (an order, command)
- ἐπίταξις (a command, order)
- μυριάρχης (commander of, men)
- στρατοφύλαξ (a commanding officer)
- ταγός (a commander, chief)
- συστράτηγος (a joint-commander)
- ὀπισθοφυλακία (the command of the rear)
- δεκάδαρχος (a commander of ten)
- δίοπος (a ruler, commander)
- διακέλευμα (an exhortation, command)
- ἱππαρμοστής (a commander of cavalry)
- ἀγγελία (instruction, command)
- πρόσταγμα (an ordinance, command)
- πρόσταξις (ordinance, command)
- ἐντολή (commandment, ordinance)
- πειθαρχία (obedience to command)
- στρατοπεδάρχης (a military commander)
- τριηραρχία (the command of a trireme)