Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκλέπτω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκλέπτω συγκλέψω

Structure: συγ (Prefix) + κλέπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to steal along with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκλέπτω συγκλέπτεις συγκλέπτει
Dual συγκλέπτετον συγκλέπτετον
Plural συγκλέπτομεν συγκλέπτετε συγκλέπτουσιν*
SubjunctiveSingular συγκλέπτω συγκλέπτῃς συγκλέπτῃ
Dual συγκλέπτητον συγκλέπτητον
Plural συγκλέπτωμεν συγκλέπτητε συγκλέπτωσιν*
OptativeSingular συγκλέπτοιμι συγκλέπτοις συγκλέπτοι
Dual συγκλέπτοιτον συγκλεπτοίτην
Plural συγκλέπτοιμεν συγκλέπτοιτε συγκλέπτοιεν
ImperativeSingular συγκλέπτε συγκλεπτέτω
Dual συγκλέπτετον συγκλεπτέτων
Plural συγκλέπτετε συγκλεπτόντων, συγκλεπτέτωσαν
Infinitive συγκλέπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκλεπτων συγκλεπτοντος συγκλεπτουσα συγκλεπτουσης συγκλεπτον συγκλεπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκλέπτομαι συγκλέπτει, συγκλέπτῃ συγκλέπτεται
Dual συγκλέπτεσθον συγκλέπτεσθον
Plural συγκλεπτόμεθα συγκλέπτεσθε συγκλέπτονται
SubjunctiveSingular συγκλέπτωμαι συγκλέπτῃ συγκλέπτηται
Dual συγκλέπτησθον συγκλέπτησθον
Plural συγκλεπτώμεθα συγκλέπτησθε συγκλέπτωνται
OptativeSingular συγκλεπτοίμην συγκλέπτοιο συγκλέπτοιτο
Dual συγκλέπτοισθον συγκλεπτοίσθην
Plural συγκλεπτοίμεθα συγκλέπτοισθε συγκλέπτοιντο
ImperativeSingular συγκλέπτου συγκλεπτέσθω
Dual συγκλέπτεσθον συγκλεπτέσθων
Plural συγκλέπτεσθε συγκλεπτέσθων, συγκλεπτέσθωσαν
Infinitive συγκλέπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκλεπτομενος συγκλεπτομενου συγκλεπτομενη συγκλεπτομενης συγκλεπτομενον συγκλεπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to steal along with

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION