Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑφικάνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ὑφικάνω

Structure: ὑπ (Prefix) + ἱκάν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: = u(pe/rxomai II

Sense

  1. to steal over

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑφικάνω ὑφικάνεις ὑφικάνει
Dual ὑφικάνετον ὑφικάνετον
Plural ὑφικάνομεν ὑφικάνετε ὑφικάνουσιν*
SubjunctiveSingular ὑφικάνω ὑφικάνῃς ὑφικάνῃ
Dual ὑφικάνητον ὑφικάνητον
Plural ὑφικάνωμεν ὑφικάνητε ὑφικάνωσιν*
OptativeSingular ὑφικάνοιμι ὑφικάνοις ὑφικάνοι
Dual ὑφικάνοιτον ὑφικανοίτην
Plural ὑφικάνοιμεν ὑφικάνοιτε ὑφικάνοιεν
ImperativeSingular ὑφίκανε ὑφικανέτω
Dual ὑφικάνετον ὑφικανέτων
Plural ὑφικάνετε ὑφικανόντων, ὑφικανέτωσαν
Infinitive ὑφικάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑφικανων ὑφικανοντος ὑφικανουσα ὑφικανουσης ὑφικανον ὑφικανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑφικάνομαι ὑφικάνει, ὑφικάνῃ ὑφικάνεται
Dual ὑφικάνεσθον ὑφικάνεσθον
Plural ὑφικανόμεθα ὑφικάνεσθε ὑφικάνονται
SubjunctiveSingular ὑφικάνωμαι ὑφικάνῃ ὑφικάνηται
Dual ὑφικάνησθον ὑφικάνησθον
Plural ὑφικανώμεθα ὑφικάνησθε ὑφικάνωνται
OptativeSingular ὑφικανοίμην ὑφικάνοιο ὑφικάνοιτο
Dual ὑφικάνοισθον ὑφικανοίσθην
Plural ὑφικανοίμεθα ὑφικάνοισθε ὑφικάνοιντο
ImperativeSingular ὑφικάνου ὑφικανέσθω
Dual ὑφικάνεσθον ὑφικανέσθων
Plural ὑφικάνεσθε ὑφικανέσθων, ὑφικανέσθωσαν
Infinitive ὑφικάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑφικανομενος ὑφικανομενου ὑφικανομενη ὑφικανομενης ὑφικανομενον ὑφικανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to steal over

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION