헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκλέπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκλέπτω συγκλέψω

형태분석: συγ (접두사) + κλέπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to steal along with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκλέπτω

συγκλέπτεις

συγκλέπτει

쌍수 συγκλέπτετον

συγκλέπτετον

복수 συγκλέπτομεν

συγκλέπτετε

συγκλέπτουσιν*

접속법단수 συγκλέπτω

συγκλέπτῃς

συγκλέπτῃ

쌍수 συγκλέπτητον

συγκλέπτητον

복수 συγκλέπτωμεν

συγκλέπτητε

συγκλέπτωσιν*

기원법단수 συγκλέπτοιμι

συγκλέπτοις

συγκλέπτοι

쌍수 συγκλέπτοιτον

συγκλεπτοίτην

복수 συγκλέπτοιμεν

συγκλέπτοιτε

συγκλέπτοιεν

명령법단수 συγκλέπτε

συγκλεπτέτω

쌍수 συγκλέπτετον

συγκλεπτέτων

복수 συγκλέπτετε

συγκλεπτόντων, συγκλεπτέτωσαν

부정사 συγκλέπτειν

분사 남성여성중성
συγκλεπτων

συγκλεπτοντος

συγκλεπτουσα

συγκλεπτουσης

συγκλεπτον

συγκλεπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκλέπτομαι

συγκλέπτει, συγκλέπτῃ

συγκλέπτεται

쌍수 συγκλέπτεσθον

συγκλέπτεσθον

복수 συγκλεπτόμεθα

συγκλέπτεσθε

συγκλέπτονται

접속법단수 συγκλέπτωμαι

συγκλέπτῃ

συγκλέπτηται

쌍수 συγκλέπτησθον

συγκλέπτησθον

복수 συγκλεπτώμεθα

συγκλέπτησθε

συγκλέπτωνται

기원법단수 συγκλεπτοίμην

συγκλέπτοιο

συγκλέπτοιτο

쌍수 συγκλέπτοισθον

συγκλεπτοίσθην

복수 συγκλεπτοίμεθα

συγκλέπτοισθε

συγκλέπτοιντο

명령법단수 συγκλέπτου

συγκλεπτέσθω

쌍수 συγκλέπτεσθον

συγκλεπτέσθων

복수 συγκλέπτεσθε

συγκλεπτέσθων, συγκλεπτέσθωσαν

부정사 συγκλέπτεσθαι

분사 남성여성중성
συγκλεπτομενος

συγκλεπτομενου

συγκλεπτομενη

συγκλεπτομενης

συγκλεπτομενον

συγκλεπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to steal along with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION