헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλέπτης

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κλέπτης κλέπτου

형태분석: κλεπτ (어간) + ης (어미)

어원: kle/ptw

  1. 도둑, 약탈자
  1. thief
  2. deceitful person

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κλέπτης

도둑이

κλέπτᾱ

도둑들이

κλέπται

도둑들이

속격 κλέπτου

도둑의

κλέπταιν

도둑들의

κλεπτῶν

도둑들의

여격 κλέπτῃ

도둑에게

κλέπταιν

도둑들에게

κλέπταις

도둑들에게

대격 κλέπτην

도둑을

κλέπτᾱ

도둑들을

κλέπτᾱς

도둑들을

호격 κλέπτα

도둑아

κλέπτᾱ

도둑들아

κλέπται

도둑들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὃσ μερίζεται κλέπτῃ, μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν. ἐὰν δὲ ὅρκου προτεθέντοσ ἀκούσαντεσ μὴ ἀναγγείλωσι, (Septuagint, Liber Proverbiorum 29:24)

    (70인역 성경, 잠언 29:24)

  • μὴ κληθῇσ ψίθυροσ, καὶ τῇ γλώσσῃ σου μὴ ἐνέδρευε. ἐπὶ γὰρ τῷ κλέπτῃ ἐστὶν αἰσχύνη, καὶ κατάγνωσισ πονηρὰ ἐπὶ διγλώσσου. (Septuagint, Liber Sirach 5:14)

    (70인역 성경, Liber Sirach 5:14)

  • τὸ μὲν γάρ ὅπλον ἥκειν ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆσ πόλεωσ, καὶ δεῖν αὐτὸ φρουρεῖσθαι γενομένων ἄλλων ἕνδεκα καὶ σχῆμα καὶ μέγεθοσ καὶ μορφὴν ἐκείνῳ παραπλησίων, ὅπωσ ἄπορον εἰή τῷ κλέπτῃ δι’ ὁμοιότητα τοῦ διοπετοῦσ ἐπιτυχεῖν ἔτι δὲ χρῆναι Μούσαισ καθιερῶσαι τὸ χωρίον ἐκεῖνο καὶ τοὺσ περὶ αὐτὸ λειμῶνασ, ὅπου τὰ πολλὰ φοιτῶσαι συνδιατρίβουσιν αὐτῷ. (Plutarch, Numa, chapter 13 2:1)

    (플루타르코스, Numa, chapter 13 2:1)

  • Φηλῆτα νύκτωρ περὶ πόλιν πωλεύμενε ἤγουν κλέπτῃ νυκτιλόχῳ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 116)

    (작자 미상, 비가, , 116)

  • ἐὰν δὲ κλέπτῃ τε καὶ ἁρπάζῃ τὰ τούτων, οὐ δίκαια ποιήσει; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 2 16:10)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 2 16:10)

유의어

  1. 도둑

  2. deceitful person

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION