Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνεργός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐνεργός ἐνεργός ἐνεργόν

Structure: ἐνεργ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)/rgon

Sense

  1. at work, active

Examples

  • κατὰ Πίνδαρον ἀλλ’ ἐνεργὰ βούλεται ποιεῖν ὧν ἂν ἅψηται καὶ πρακτικὰ καὶ ἔμψυχα καὶ· (Plutarch, Maxime cum principbus philosopho esse diserendum, chapter, section 1 6:1)
  • "πέπονθά τι πάθοσ πρὸσ τὴν πολιτείαν, ὥσπερ ἂν εἰ ζωγράφοσ ἐβούλετο τὰ ἑαυτοῦ ἔργα κινούμενα καὶ ἐνεργὰ ἰδεῖν οὕτω κἀγὼ τοὺσ πολίτασ οὓσ διαγράφω. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 116 4:1)
  • "οὐ γὰρ οἱο͂́ν τε τὴν ἔκλειψιν αἰτιᾶσθαι τοῦ ἀπαυδᾶν τὰ μαντεῖα, μὴ πεισθέντασ ὃν τρόπον ἐφεστῶτεσ αὐτοῖσ καὶ παρόντεσ ἐνεργὰ καὶ λόγια ποιοῦσιν οἱ δαίμονεσ. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 385)
  • ἐν οὖν τοῖσ πεντήκοντα ταλάντοισ τούτοισ ἀπὸ τῶν παρακαταθηκῶν τῶν τῆσ τραπέζησ ἕνδεκα τάλαντ’ ἐνεργὰ ἦν. (Demosthenes, Speeches 31-40, 8:3)
  • πότερά σοι δοκοῦσιν οἱ ἀπεργαζόμενοι εἴδωλα ἄφρονά τε καὶ ἀκίνητα ἀξιοθαυμαστότεροι εἶναι ἢ οἱ ζῷα ἔμφρονά τε καὶ ἐνεργά; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 4 5:1)

Synonyms

  1. at work

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION