ἔκτοπος
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἔκτοπος
ἔκτοπον
Structure:
ἐκτοπ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- away from a place, away from
- distant
- foreign, strange, strange
- out of the way, strange, extraordinary
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- μελάθροισ ἔκτοποσ ἔστω, στόμα τ’ εὔφη‐ μον ἅπασ ἐξοσιούσθω· (Euripides, choral, lyric4)
- ζηλοτυπία τισ, ὦ Κοχλί, καὶ ἔρωσ ἔκτοποσ· (Lucian, Dialogi meretricii, 2:2)
- τῶν ἐλεφάντων ἱστορία, φίλε, τῶν εἰσ τὰ ὀρύγματα φορούντων καὶ τὸν ὀλισθόντα διὰ χώματοσ ἀναβιβαζόντων ἔκτοπόσ ἐστι δεινῶσ καὶ ἀλλοδαπή, καὶ καθάπερ ἐκ βασιλικοῦ διαγράμματοσ ἐπιτάττουσα πιστεύειν αὐτῇ τῶν Ιὄβα βιβλίων· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 25 5:1)
- σὺ δὲ τῶνδ’ ἑδράνων πάλιν ἔκτοποσ αὖθισ ἄφορμοσ ἐμᾶσ χθονὸσ ἔκθορε, μή τι πέρα χρέοσ ἐμᾷ πόλει προσάψῃσ. (Sophocles, Oedipus at Colonus, choral, epode28)
- τοιγάρτοι διέμειναν ἐν πολλαῖσ γενεαῖσ οὐδὲν διαφέρουσαι συγγενικῶν ἀναγκαιοτήτων αἱ τῶν πελατῶν τε καὶ προστατῶν συζυγίαι παισὶ παίδων συνιστάμεναι, καὶ μέγασ ἔπαινοσ ἦν τοῖσ ἐκ τῶν ἐπιφανῶν οἴκων ὡσ πλείστουσ πελάτασ ἔχειν τάσ τε προγονικὰσ φυλάττουσι διαδοχὰσ τῶν πατρωνειῶν καὶ διὰ τῆσ ἑαυτῶν ἀρετῆσ ἄλλασ ἐπικτωμένοισ, ὅ τε ἀγὼν τῆσ εὐνοίασ ὑπὲρ τοῦ μὴ λειφθῆναι τῆσ ἀλλήλων χάριτοσ ἔκτοποσ ἡλίκοσ ἀμφοτέροισ ἦν τῶν μὲν πελατῶν ἅπαντα τοῖσ προστάταισ ἀξιούντων ὡσ δυνάμεωσ εἶχον ὑπηρετεῖν, τῶν δὲ πατρικίων ἥκιστα βουλομένων τοῖσ πελάταισ ἐνοχλεῖν χρηματικήν τε οὐδεμίαν δωρεὰν προσιεμένων· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 10 6:1)
Synonyms
-
away from a place
-
distant
-
foreign
- ὀθνεῖος (strange, foreign)
- ἀλλόχρως (looking strange or foreign)
- παλίγγλωσσος (of strange or foreign tongue)
- ἀλλότριος (foreign, strange, alien)
- ὑπερπόντιος (from beyond the sea, foreign, strange)
- ἀεικής (it is, strange)
- ξένιος (foreign)
- ξένος (foreign)
- ἀλλοδαπός (belonging to another people or land, foreign, strange)
- ἀλλόθροος (speaking a strange tongue, foreign, strange)
-
out of the way
- περισσός (out of the common way, extraordinary, uncommon)
- δαιμόνιος ( strange, extraordinary, inscrutable; that is)