βαρύτης
Third declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
βαρύτης
βαρύτητος
Structure:
βαρυτητ
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- weight, heaviness
- heaviness of limb
- (of digestion)
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ γὰρ οὕτωσ αὐτῶν διαλυθέντων καὶ μαλαχθέντων καὶ τρόπον τινὰ προσαπέντων ἔργον ἐστὶ τὴν πέψιν κρατῆσαι, καὶ διακρατηθείσησ δὲ δεινὰσ βαρύτητασ ἐμποιεῖ καὶ νοσώδεισ ἀπεψίασ. (Plutarch, De esu carnium I, chapter, section 5 10:1)
- κατὰ μὲν δὴ τὰσ ὀξύτητάσ τε καὶ βαρύτητασ αὐτῶν τάττεται τὸ μέλοσ, κατὰ δὲ τὰ μήκη καὶ τὰσ βραχύτητασ ὁ χρόνοσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 482)
- κρατήσαντεσ δὲ τούτων τὰ τοῦ λόγου μόρια, ὀνόματα λέγω καὶ ῥήματα καὶ συνδέσμουσ, καὶ τὰ συμβεβηκότα τούτοισ, συστολάσ, ἐκτάσεισ, ὀξύτητασ, βαρύτητασ, γένη, πτώσεισ, ἀριθμούσ, ἐγκλίσεισ, τὰ ἄλλα παραπλήσια τούτοισ μυρία ὄντα. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 52 1:4)
- ᾧ καὶ τὰ πλεῖστα τῶν περὶ αὐτὸν ἁμαρτήματα φίλων καὶ συνήθων ἀπέκρυπτε, κωλύειν μὲν ἢ κολάζειν τοὺσ πονηρευομένουσ οὐ πεφυκώσ, αὑτὸν δὲ παρέχων τοῖσ ἐντυγχάνουσι τοιοῦτον ὥστε καὶ τὰσ ἐκείνων πλεονεξίασ καὶ βαρύτητασ εὐκόλωσ ὑπομένειν. (Plutarch, Pompey, chapter 39 4:2)
- "καὶ τὸν νάρκισσον ὡσ ἀμβλύνοντα τὰ νεῦρα καὶ βαρύτητασ ἐμποιοῦντα ναρκώδεισ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 3, 10:9)
Synonyms
-
weight
- μνα (a weight, =)
- σταθμός (weight, in weight, in or by weight)
-
heaviness of limb