헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βαρύτης

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βαρύτης βαρύτητος

형태분석: βαρυτητ (어간) + ς (어미)

어원: baru/s

  1. 무게, 체중, 추
  1. weight, heaviness
  2. heaviness of limb
  3. (of digestion)

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βαρύτης

무게가

βαρύτητε

무게들이

βαρύτητες

무게들이

속격 βαρύτητος

무게의

βαρυτήτοιν

무게들의

βαρυτήτων

무게들의

여격 βαρύτητι

무게에게

βαρυτήτοιν

무게들에게

βαρύτησιν*

무게들에게

대격 βαρύτητα

무게를

βαρύτητε

무게들을

βαρύτητας

무게들을

호격 βαρύτη

무게야

βαρύτητε

무게들아

βαρύτητες

무게들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "φέρειν δὲ χαίτην ἀπὸ τοῦ μετώπου καθειμένην ἐπὶ τοὺσ ὀφθαλμούσ, ἣν ὁπόταν μόγισ διασεισαμένη διὰ τὴν βαρύτητα ἐμβλέψῃ, κτείνει τὸν ὑπ’ αὐτῆσ θεωρηθέντα οὐ τῷ πνεύματι, ἀλλὰ τῇ γιγνομένῃ ἀπὸ τῶν ὀμμάτων φύσεωσ φορᾷ καὶ νεκρὸν ποιεῖ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 647)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 647)

  • ἢ πρῶτον μὲν ἄν τισ ὑπίδοιτο τοῦ λόγου τούτου τὸ πολλὰσ τῶν ἐμφανῶν ἀναιρεῖν δυνάμεων, ὡσ οὐ ποιότητασ οὐδ’ ἕξεισ ἕξεων δὲ καὶ ποιοτήτων στερήσεισ, βαρύτητα μὲν κουφότητοσ καὶ σκληρότητα μαλακότητοσ τὸ μέλαν δὲ τοῦ λευκοῦ καὶ τὸ πικρὸν αξ τοῦ γλυκέοσ, καὶ ὧν ἕκαστον ἑκάστῳ πέφυκεν ἀντιδε πριιιιδο. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 21)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 21)

  • καὶ ὅταν εἰσ ἄτοπον ἀπάγῃσ τὸν λόγον, βαρύτητα εἴργασαι, ὡσ ἐν τῷ πρὸσ Καλλικλέα, οὐ γὰρ δὴ ἐκπιεῖν με αὐτὸ Καλλικλῆσ ἀναγκάσει, ἢ ὅταν ὁμολογούμενα ἄτοπα τῷ ἀντιδίκῳ συγχωρῇσ, ὡσ ἐν τῷ κατὰ Ἀριστογείτονοσ, εἰ πονηρόσ ἐστιν Ἀριστογείτων ἁπλῶσ καὶ πικρὸσ καὶ συκοφάντησ, δίδωμι, συγχωρῶ, Φιλόκρατέσ, σοι τῷ τοιούτῳ τὸν ὅμοιον σώζειν. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 5:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 5:1)

  • βαρύτητα δὲ καὶ τὸ τοιοῦτον ἔχει, ὅταν δοὺσ ὡσ ὑπάρχον τί σοι, εἶτα ἀνελὼν αὐτὸ ἐπιδιστάσῃσ, ὥσπερ ἔχει καὶ τὸ ἐν τοῖσ Φιλιππικοῖσ, ἀλλ’ ἐκεῖνοσ μὲν ὑμῶν οἴκοι μενόντων, σχολὴν ἀγόντων, ὑγιαινόντων, δοὺσ τοῦτο ὡσ ὑπάρχον αὐτοῖσ εὐθὺσ ἀνεῖλεν ἐπιλαβόμενοσ, εἰ δὴ τοὺσ τὰ τοιαῦτα ποιοῦντασ ὑγιαίνειν φήσαιμεν. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 15:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 15:1)

  • καὶ αἱ διαπορήσεισ δὲ αἱ ἐν τοῖσ σχετλιασμοῖσ βαρύτητα ἔχουσιν, ὥσπερ ἐν ταῖσ ἐπιστολαῖσ, ὦ τί ἂν εἰπὼν μήτε ἁμαρτεῖν δοκοίην μήτε ψευσαίμην; (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 16:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 16:1)

유의어

  1. 무게

  2. heaviness of limb

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION