Ancient Greek-English Dictionary Language

βαρύτης

Third declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βαρύτης βαρύτητος

Structure: βαρυτητ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: baru/s

Sense

  1. weight, heaviness
  2. heaviness of limb
  3. (of digestion)

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • προσφιλεῖσ γὰρ ὄντασ τοὺσ Ἀθηναίουσ τοῖσ Ἕλλησι διὰ τὴν Ἀριστείδου δικαιοσύνην καὶ τὴν Κίμωνοσ ἐπιείκειαν ἔτι μᾶλλον ἡ τοῦ Παυσανίου πλεονεξία καὶ βαρύτησ ποθεινοὺσ ἐποίει. (Plutarch, , chapter 23 2:1)
  • τάδε σοι περὶ τῶν ἰδεῶν καὶ ἀρετῶν ἐξ ὧν συνίσταται ὁ πολιτικὸσ λόγοσ, καὶ δι’ ὧν δοκιμάζεται, καὶ πολλοῦ ἄξιοσ προάγεται, ὥσπερ ἐκ μερῶν καθ’ ἕκαστον συντιθέμενοσ, πανταχόθεν ὁλόκληροσ καὶ τελείωσ ἔχων αὐτὸσ ἐν ἑαυτῷ, αἵτινεσ τοιαίδε καὶ τοσαίδε εἰσί, σεμνότησ, βαρύτησ, περιβολή, ἀξιοπιστία, σφοδρότησ, ἔμφασισ, δεινότησ, ἐπιμέλεια, γλυκύτησ, σαφήνεια καὶ καθαρότησ, βραχύτησ καὶ συντομία, κόλασισ. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , chapter Arg 2:1)
  • βαρύτησ δὲ γίνεται καθολικῶσ κατὰ γνώμην καὶ κατὰ σχῆμα, κατὰ δὲ τὴν ἀπαγγελίαν οὐ πάνυ τι. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:1)
  • κατὰ μὲν οὖν γνώμην γίνεται βαρύτησ οὕτωσ, ὅταν ἢ κατηγορεῖν τισ προάγηται αὐτὸσ ἑαυτοῦ ἢ τῶν οἰκείων τινὸσ ἢ φίλων· (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:2)
  • βαρύτησ κἀνταῦθα γίνεται. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 3:2)

Synonyms

  1. weight

  2. heaviness of limb

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION