Ancient Greek-English Dictionary Language

βαρύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βαρύς βαρεῖα βαρύ

Structure: βαρυ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: poet. gen. pl. fem. barew=n for bareiw=n

Sense

  1. heavy, burdensome, oppressive
  2. weighty
  3. deep, hollow, loud (voice)
  4. grievous, troublesome, painful
  5. unwholesome
  6. hard, cruel
  7. strong, mighty

Examples

  • τοῦ βαρυτέρου γίγνεται τὸ μέλοσ, οὕτω πᾶσα πρᾶξισ ἐν οἰκίᾳ σωφρονούσῃ πράττεται μὲν ὑπ’ ἀμφοτέρων ὁμονοούντων, ἐπιφαίνει δὲ τὴν τοῦ ἀνδρὸσ ἡγεμονίαν καὶ προαίρεσιν. (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 11 2:1)
  • τοῦ γὰρ βαρυτέρου τόνῳ ἐπιταθέντοσ, ὅπερ ἐστὶν ἐπόγδοον, γίγνεται σισ’· (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 18 8:2)
  • πλὴν ὅτι τὸ λεῖμμα τῶν δυεῖν τόνων μεταξὺ λαμβάνουσι τοῦ γὰρ βαρυτέρου τόνῳ ἐπιταθέντοσ, γίγνεται σμγ’· (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 192)
  • ἐν γὰρ τῇ πρὸσ τὸ κενούμενον ἀκολουθίᾳ τὸ κουφότατόν τε καὶ λεπτότατον ἕπεται πρῶτον τοῦ βαρυτέρου τε καὶ παχυτέρου· (Galen, On the Natural Faculties., G, section 143)
  • καὶ ἐπί γε τὸ ἱστάναι ἐλθόντεσ, ὡσ ἐγᾦμαι, περὶ τοῦ βαρυτέρου τε καὶ κουφοτέρου διακριθεῖμεν ἄν; (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 33:4)

Synonyms

  1. heavy

  2. weighty

  3. deep

  4. grievous

  5. hard

  6. strong

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION