Ancient Greek-English Dictionary Language

βαρύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βαρύς βαρεῖα βαρύ

Structure: βαρυ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: poet. gen. pl. fem. barew=n for bareiw=n

Sense

  1. heavy, burdensome, oppressive
  2. weighty
  3. deep, hollow, loud (voice)
  4. grievous, troublesome, painful
  5. unwholesome
  6. hard, cruel
  7. strong, mighty

Examples

  • καί γε πρεσβύτησ καί γε παλαιὸσ ἐν ἡμῖν, βαρύτεροσ τοῦ πατρόσ σου ἡμέραισ. (Septuagint, Liber Iob 15:10)
  • εἰ δὲ μὴ βαρύτεροσ ὁ κεραυνὸσ ἦν καὶ πολὺ τὸ πῦρ εἶχε, κἀκεῖνον ἂν ὑφείλετο. (Lucian, Dialogi deorum, 6:1)
  • ἔστι δὲ θεραπεύων τῆσ νόσου βαρύτεροσ, συμπλέων τῆσ ναυτίασ ἀηδέστεροσ, ἐπαινῶν τοῦ ψέγοντοσ ἐπαχθέστεροσ· (Plutarch, De garrulitate, section 4 4:4)
  • ἔστι δὲ θεραπεύων τῆσ νόσου βαρύτεροσ, συμπλέων τῆσ ναυτίασ ἀηδέστεροσ, ἐπαινῶν τοῦ ψέγοντοσ ἐπαχθέστεροσ. (Plutarch, De garrulitate, section 4 11:2)
  • τίσ μαχομένοισ βαρύτεροσ ἢ δεομένοισ εὐγνωμονέστεροσ; (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 11 6:1)

Synonyms

  1. heavy

  2. weighty

  3. deep

  4. grievous

  5. hard

  6. strong

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION