Ancient Greek-English Dictionary Language

βαρύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βαρύς βαρεῖα βαρύ

Structure: βαρυ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: poet. gen. pl. fem. barew=n for bareiw=n

Sense

  1. heavy, burdensome, oppressive
  2. weighty
  3. deep, hollow, loud (voice)
  4. grievous, troublesome, painful
  5. unwholesome
  6. hard, cruel
  7. strong, mighty

Examples

  • τὸ δὲ γῆρασ ἄχθοσ βαρύτερον Αἴτνασ σκοπέλων ἐπὶ κρατὶ κεῖται, βλεφάρων σκοτεινὸν φάοσ ἐπικαλύψαν. (Euripides, Heracles, choral, strophe 12)
  • προσκείμενον ὁρῶμεν τὸν δυσωποῦντα, πῶσ οὐ παρίσταται δεινὸν εἶναι τὸ τῆσ ἰδίασ δόξησ καὶ ἀρετῆσ ἀφειδεῖν, ἵνα τὸ τοῦ δεῖνοσ βαλλάντιον βαρύτερον γένηται; (Plutarch, De vitioso pudore, section 17 5:1)
  • τῶν μὲν γὰρ αὐλῶν ὁ μείζων βαρύτερον φθέγξεται ὡσ ὑπάτη πρὸσ νήτην, τῶν δὲ χορδῶν ἡ τῷ διπλασίῳ κατατεινομένη βάρει τῆσ ἑτέρασ ὀξύτερον ὡσ νήτη πρὸσ ὑπάτην τοῦτο δ’ ἐστὶ διὰ πασῶν. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 17 6:1)
  • τὸ δὲ οὔ τισ ἐμοὶ τῶνδ’ ἄλλοσ ἐπαίτιοσ, ἀλλ’ ἐγὼ αὐτὸσ ἐπιθρηνούμενον τοῖσ ἁμαρτανομένοισ ἔνδοθεν ἐξ αὐτοῦ βαρύτερον ποιεῖ τῷ αἰσχρῷ τὸ ἀλγεινόν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 19 3:2)
  • βαρύτερον ποιεῖ τῷ αἰσχρῷ τὸ ἀλγεινόν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 19 7:1)
  • οὐ δυνήσομαι ἐγὼ μόνοσ φέρειν τὸν λαὸν τοῦτον, ὅτι βαρύτερόν μοί ἐστι τὸ ρῆμα τοῦτο. (Septuagint, Liber Numeri 11:14)

Synonyms

  1. heavy

  2. weighty

  3. deep

  4. grievous

  5. hard

  6. strong

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION