βαρύς
First/Third declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
βαρύς
βαρεῖα
βαρύ
Structure:
βαρυ
(Stem)
+
ς
(Ending)
Etym.: poet. gen. pl. fem. barew=n for bareiw=n
Sense
- heavy, burdensome, oppressive
- weighty
- deep, hollow, loud (voice)
- grievous, troublesome, painful
- unwholesome
- hard, cruel
- strong, mighty
Declension
First/Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὁ πατήρ σου ἐσκλήρυνε τὸν ζυγὸν ἡμῶν, καὶ νῦν ἄφεσ ἀπὸ τῆσ δουλείασ τοῦ πατρόσ σου τῆσ σκληρᾶσ καὶ ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ αὐτοῦ τοῦ βαρέοσ, οὗ ἔδωκεν ἐφ’ ἡμᾶσ, καὶ δουλεύσομέν σοι. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 10:4)
- δεινήν τινα λέγεισ τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀβελτερίαν, οἳ τοσοῦτον ἔρωτα ἐρῶσιν ὠχροῦ καὶ βαρέοσ κτήματοσ. (Lucian, Contemplantes, (no name) 11:12)
- οἳ δὲ τὰ ἐναντία φίλα, καὶ Ἡράκλειτοσ ἐπιτιμᾷ τῷ ποιήσαντιὡσ ἔρισ ἔκ τε θεῶν καὶ ἀνθρώπων ἀπόλοιτο, οὐ γὰρ ἂν εἶναι ἁρμονίαν μὴ ὄντοσ ὀξέοσ καὶ βαρέοσ, οὐδὲ τὰ ζῷα ἄνευ θήλεωσ καὶ ἄρρενοσ ἐναντίων ὄντων. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 14:1)
- οὐσῶν δὲ πέντε καὶ τριάκοντα φυλῶν, ὡσ αἱ δεκαεπτὰ τὴν ψῆφον ἐπενηνόχεισαν καὶ μιᾶσ ἔτι προσγενομένησ ἔδει τὸν Ὀκτάβιον ἰδιώτην γενέσθαι, κελεύσασ ἐπισχεῖν αὖθισ ἐδεῖτο τοῦ Ὀκταβίου καὶ περιέβαλεν αὐτὸν ἐν ὄψει τοῦ δήμου καὶ κατησπάζετο, λιπαρῶν καὶ δεόμενοσ μήθ’ ἑαυτὸν ἄτιμον περιιδεῖν γενόμενον μήτ’ ἐκείνῳ βαρέοσ οὕτω καὶ σκυθρωποῦ πολιτεύματοσ αἰτίαν προσάψαι. (Plutarch, Tiberius Gracchus, chapter 12 2:1)
- Ὅσοισι δὲ ἐσ τὸ εἴσω σκολιαίνονται οἱ σπόνδυλοι ὑπὸ πτώματοσ, ἢ καὶ ἐμπεσόντοσ τινὸσ βαρέοσ, εἷσ μὲν οὐδεὶσ τῶν σπονδύλων μέγα ἐξίσταται κάρτα ὡσ ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκ τῶν ἄλλων, ἢν δὲ ἐκστῇ μέγα ἢ εἷσ, ἢ πλείονεσ, θάνατον φέρουσιν‧ ὥσπερ δὲ καὶ πρόσθεν εἴρηται, κυκλώδησ καὶ αὕτη, καὶ οὐ γωνιώδησ γίνεται ἡ παραλλαγή. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 48.1)
- τὸ μὲν γὰρ ἁλμυρὸν λείπεται αὐτοῦ ὑπὸ πάχεοσ καὶ βάρεοσ καὶ γίνεται ἅλεσ, τὸ δὲ λεπτότατον ὁ ἥλιοσ ἀναρπάζει ὑπὸ κουφότητοσ‧ ἀνάγει δὲ τὸ τοιοῦτο οὐκ ἀπὸ τῶν ὑδάτων μοῦνον τῶν λιμναίων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῆσ θαλάσσησ καὶ ἐξ ἁπάντων ἐν ὁκόσοισι ὑγρόν τι ἔνεστιν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , viii.6)
Synonyms
-
heavy
-
weighty
-
deep
-
grievous
- ἀλγινόεις (painful, grievous)
- ἀνιαρός (grievous, troublesome, annoying)
- ἀλγεινός (giving pain, painful, grievous)
- ἀνιαρός (painful, grievous, distressing)
- πονηρός (toilsome, painful, grievous)
- χαλεπός (hard to bear, painful, grievous)
- λυπρός (causing pain, offensive, troublesome)
- ἀπράγμων (not troublesome or painful, without trouble)
-
hard
-
strong
- σθεναρός (strong, mighty)
- ῥωμαλέος (mighty, strong)
- κρατύς (strong, mighty)
- ἰσχυρός (strong, mighty)
- ἀλκαῖος (strong, mighty)
- δυνατός (strong, mighty)
- ὑπερμενής (exceeding mighty, exceeding strong)
- κρατερός (strong, stout, mighty)
- κρατερός (strong, mighty, cruel)
- κραταιός (strong, mighty, resistless)
- ὄβριμος (strong, mighty, mightily)
- ζαμενής (very strong, mighty, raging)
- καρτερόθυμος (stout-hearted, strong, mighty)
- καρτερός (strong)
- ἐπαλκής (strong)
- κρατερός (strong, vehement, mighty)