Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀποπίπτω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀποπίπτω

Structure: ἀπο (Prefix) + πίπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to fall off from, to fall off

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποπίπτω ἀποπίπτεις ἀποπίπτει
Dual ἀποπίπτετον ἀποπίπτετον
Plural ἀποπίπτομεν ἀποπίπτετε ἀποπίπτουσιν*
SubjunctiveSingular ἀποπίπτω ἀποπίπτῃς ἀποπίπτῃ
Dual ἀποπίπτητον ἀποπίπτητον
Plural ἀποπίπτωμεν ἀποπίπτητε ἀποπίπτωσιν*
OptativeSingular ἀποπίπτοιμι ἀποπίπτοις ἀποπίπτοι
Dual ἀποπίπτοιτον ἀποπιπτοίτην
Plural ἀποπίπτοιμεν ἀποπίπτοιτε ἀποπίπτοιεν
ImperativeSingular ἀποπίπτε ἀποπιπτέτω
Dual ἀποπίπτετον ἀποπιπτέτων
Plural ἀποπίπτετε ἀποπιπτόντων, ἀποπιπτέτωσαν
Infinitive ἀποπίπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποπιπτων ἀποπιπτοντος ἀποπιπτουσα ἀποπιπτουσης ἀποπιπτον ἀποπιπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποπίπτομαι ἀποπίπτει, ἀποπίπτῃ ἀποπίπτεται
Dual ἀποπίπτεσθον ἀποπίπτεσθον
Plural ἀποπιπτόμεθα ἀποπίπτεσθε ἀποπίπτονται
SubjunctiveSingular ἀποπίπτωμαι ἀποπίπτῃ ἀποπίπτηται
Dual ἀποπίπτησθον ἀποπίπτησθον
Plural ἀποπιπτώμεθα ἀποπίπτησθε ἀποπίπτωνται
OptativeSingular ἀποπιπτοίμην ἀποπίπτοιο ἀποπίπτοιτο
Dual ἀποπίπτοισθον ἀποπιπτοίσθην
Plural ἀποπιπτοίμεθα ἀποπίπτοισθε ἀποπίπτοιντο
ImperativeSingular ἀποπίπτου ἀποπιπτέσθω
Dual ἀποπίπτεσθον ἀποπιπτέσθων
Plural ἀποπίπτεσθε ἀποπιπτέσθων, ἀποπιπτέσθωσαν
Infinitive ἀποπίπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποπιπτομενος ἀποπιπτομενου ἀποπιπτομενη ἀποπιπτομενης ἀποπιπτομενον ἀποπιπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ αἱ μὲν σάρκεσ θρυπτόμεναι διὰ τὴν θερμασίαν ἀποπίπτουσιν, αἱ δ’ ἄκανθαι ῥιπτούμεναι πρὸσ ἕνα τόπον μέγαν σωρὸν ἀποτελοῦσιν, ἀθροιζόμεναι χρείασ ἕνεκεν περὶ ἧσ μικρὸν ὕστερον ἐροῦμεν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 16 2:1)

Synonyms

  1. to fall off from

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION