- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναβιβάζω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: anabibazō 고전 발음: [아나비바도:] 신약 발음: [아나비바조]

기본형: ἀναβιβάζω

형태분석: ἀνα (접두사) + βιβάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: Causal of ἀναβαίνω.

  1. 오르게 하다, 상승시키다
  2. 오르다, 올라가다
  3. 당기다, 끌어올리다
  4. 선상에 놓다
  5. 기르다, 양육하다, 키우다
  6. 올라가다, 오르다
  7. 제한을 지키다, 절제하다
  1. to make go up, cause to mount
  2. to mount
  3. to draw, up
  4. to have, put on board ship
  5. to bring up
  6. to ascend
  7. to moderate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναβιβάζω

(나는) 오르게 한다

ἀναβιβάζεις

(너는) 오르게 한다

ἀναβιβάζει

(그는) 오르게 한다

쌍수 ἀναβιβάζετον

(너희 둘은) 오르게 한다

ἀναβιβάζετον

(그 둘은) 오르게 한다

복수 ἀναβιβάζομεν

(우리는) 오르게 한다

ἀναβιβάζετε

(너희는) 오르게 한다

ἀναβιβάζουσι(ν)

(그들은) 오르게 한다

접속법단수 ἀναβιβάζω

(나는) 오르게 하자

ἀναβιβάζῃς

(너는) 오르게 하자

ἀναβιβάζῃ

(그는) 오르게 하자

쌍수 ἀναβιβάζητον

(너희 둘은) 오르게 하자

ἀναβιβάζητον

(그 둘은) 오르게 하자

복수 ἀναβιβάζωμεν

(우리는) 오르게 하자

ἀναβιβάζητε

(너희는) 오르게 하자

ἀναβιβάζωσι(ν)

(그들은) 오르게 하자

기원법단수 ἀναβιβάζοιμι

(나는) 오르게 하기를 (바라다)

ἀναβιβάζοις

(너는) 오르게 하기를 (바라다)

ἀναβιβάζοι

(그는) 오르게 하기를 (바라다)

쌍수 ἀναβιβάζοιτον

(너희 둘은) 오르게 하기를 (바라다)

ἀναβιβαζοίτην

(그 둘은) 오르게 하기를 (바라다)

복수 ἀναβιβάζοιμεν

(우리는) 오르게 하기를 (바라다)

ἀναβιβάζοιτε

(너희는) 오르게 하기를 (바라다)

ἀναβιβάζοιεν

(그들은) 오르게 하기를 (바라다)

명령법단수 ἀναβίβαζε

(너는) 오르게 해라

ἀναβιβαζέτω

(그는) 오르게 해라

쌍수 ἀναβιβάζετον

(너희 둘은) 오르게 해라

ἀναβιβαζέτων

(그 둘은) 오르게 해라

복수 ἀναβιβάζετε

(너희는) 오르게 해라

ἀναβιβαζόντων, ἀναβιβαζέτωσαν

(그들은) 오르게 해라

부정사 ἀναβιβάζειν

오르게 하는 것

분사 남성여성중성
ἀναβιβαζων

ἀναβιβαζοντος

ἀναβιβαζουσα

ἀναβιβαζουσης

ἀναβιβαζον

ἀναβιβαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναβιβάζομαι

(나는) 오르게 된다

ἀναβιβάζει, ἀναβιβάζῃ

(너는) 오르게 된다

ἀναβιβάζεται

(그는) 오르게 된다

쌍수 ἀναβιβάζεσθον

(너희 둘은) 오르게 된다

ἀναβιβάζεσθον

(그 둘은) 오르게 된다

복수 ἀναβιβαζόμεθα

(우리는) 오르게 된다

ἀναβιβάζεσθε

(너희는) 오르게 된다

ἀναβιβάζονται

(그들은) 오르게 된다

접속법단수 ἀναβιβάζωμαι

(나는) 오르게 되자

ἀναβιβάζῃ

(너는) 오르게 되자

ἀναβιβάζηται

(그는) 오르게 되자

쌍수 ἀναβιβάζησθον

(너희 둘은) 오르게 되자

ἀναβιβάζησθον

(그 둘은) 오르게 되자

복수 ἀναβιβαζώμεθα

(우리는) 오르게 되자

ἀναβιβάζησθε

(너희는) 오르게 되자

ἀναβιβάζωνται

(그들은) 오르게 되자

기원법단수 ἀναβιβαζοίμην

(나는) 오르게 되기를 (바라다)

ἀναβιβάζοιο

(너는) 오르게 되기를 (바라다)

ἀναβιβάζοιτο

(그는) 오르게 되기를 (바라다)

쌍수 ἀναβιβάζοισθον

(너희 둘은) 오르게 되기를 (바라다)

ἀναβιβαζοίσθην

(그 둘은) 오르게 되기를 (바라다)

복수 ἀναβιβαζοίμεθα

(우리는) 오르게 되기를 (바라다)

ἀναβιβάζοισθε

(너희는) 오르게 되기를 (바라다)

ἀναβιβάζοιντο

(그들은) 오르게 되기를 (바라다)

명령법단수 ἀναβιβάζου

(너는) 오르게 되어라

ἀναβιβαζέσθω

(그는) 오르게 되어라

쌍수 ἀναβιβάζεσθον

(너희 둘은) 오르게 되어라

ἀναβιβαζέσθων

(그 둘은) 오르게 되어라

복수 ἀναβιβάζεσθε

(너희는) 오르게 되어라

ἀναβιβαζέσθων, ἀναβιβαζέσθωσαν

(그들은) 오르게 되어라

부정사 ἀναβιβάζεσθαι

오르게 되는 것

분사 남성여성중성
ἀναβιβαζομενος

ἀναβιβαζομενου

ἀναβιβαζομενη

ἀναβιβαζομενης

ἀναβιβαζομενον

ἀναβιβαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεβίβαζον

(나는) 오르게 하고 있었다

ἀνεβίβαζες

(너는) 오르게 하고 있었다

ἀνεβίβαζε(ν)

(그는) 오르게 하고 있었다

쌍수 ἀνεβιβάζετον

(너희 둘은) 오르게 하고 있었다

ἀνεβιβαζέτην

(그 둘은) 오르게 하고 있었다

복수 ἀνεβιβάζομεν

(우리는) 오르게 하고 있었다

ἀνεβιβάζετε

(너희는) 오르게 하고 있었다

ἀνεβίβαζον

(그들은) 오르게 하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεβιβαζόμην

(나는) 오르게 되고 있었다

ἀνεβιβάζου

(너는) 오르게 되고 있었다

ἀνεβιβάζετο

(그는) 오르게 되고 있었다

쌍수 ἀνεβιβάζεσθον

(너희 둘은) 오르게 되고 있었다

ἀνεβιβαζέσθην

(그 둘은) 오르게 되고 있었다

복수 ἀνεβιβαζόμεθα

(우리는) 오르게 되고 있었다

ἀνεβιβάζεσθε

(너희는) 오르게 되고 있었다

ἀνεβιβάζοντο

(그들은) 오르게 되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ οἱ ἄνδρες οἰωνίσαντο καὶ ἐσπείσαντο καὶ ἀνελέξαντο τὸν λόγον ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ εἶπον. ἀδελφός σου υἱὸς Ἄδερ. καὶ εἶπεν. εἰσέλθατε καὶ λάβετε αὐτόν. καὶ ἐξῆλθε πρὸς αὐτὸν υἱὸς Ἄδερ, καὶ ἀναβιβάζουσιν αὐτὸν πρὸς αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἅρμα. (Septuagint, Liber I Regum 21:33)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 21:33)

  • καὶ πάντες μὲν οἱ τὴν Ἑλλάδα κατοικοῦντες τὸν Ἀλέξανδρον ἐπὶ τὴν ἡγεμονίαν ἀνεβίβαζον, καὶ τοῖς ψηφίσμασιν ἀναπλάττοντες φρόνημα μεῖζον τοῦ δέοντος ἀνδρὶ νέῳ καὶ φιλοδόξῳ περιέθηκαν: (Demades, On the Twelve Years, 11:2)

    (데마데스, On the Twelve Years, 11:2)

  • οὐ γὰρ ἐπὶ μικρὰν με ταύτην μηχανὴν ἀναβιβάζεις. (Lucian, Contemplantes, (no name) 5:13)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 5:13)

  • καί σε ὑπεμίμνησκε τῶν τελευταίων ἐν τῷ βιβλίῳ περὶ αὐτῆς εἰρημένων, ὅτι μετρίαν καὶ ἄτυφον ἔφης αὐτὴν οὐκ ἀνατεινομένην ὑπὲρ τὸ ἀνθρώπινον μέτρον, ἀλλὰ πρόσγειον τὴν πτῆσιν ποιουμένην, ὁ δὲ ταῦτα εἰπὼν ὑπὲρ αὐτὸν τὸν οὐρανὸν ἀναβιβάζεις τὴν γυναῖκα, ὡς καὶ θεαῖς ἀπεικάζειν. (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 8:3)

    (루키아노스, Pro imaginibus, (no name) 8:3)

  • ὅθεν καὶ βοήθημα τῆς ἐκτροπῆς ἐποιήσατο ταύτης τὸν Λικίννιον, οἰκέτην οὐκ ἀνόητον, ὃς ἔχων φωνασκικὸν ὄργανον, ᾧ τοὺς φθόγγους ἀναβιβάζουσιν, ὄπισθεν ἑστὼς τοῦ Γαϊού λέγοντος, ὁπηνίκα τραχυνόμενον αἴσθοιτο τῇ φωνῇ καὶ παραρρηγνύμενον δι ὀργήν, ἐνεδίδου τόνον μαλακόν, ᾧ τὸ σφοδρὸν εὐθὺς ἐκεῖνος ἅμα τοῦ πάθους καὶ τῆς φωνῆς ἀνιεὶς ἐπραϋ´νετο καὶ παρεῖχεν ἑαυτὸν εὐανάκλητον. (Plutarch, Tiberius Gracchus, chapter 2 5:1)

    (플루타르코스, Tiberius Gracchus, chapter 2 5:1)

유의어

  1. 오르게 하다

  2. 오르다

  3. 당기다

  4. 선상에 놓다

  5. 기르다

  6. 올라가다

  7. 제한을 지키다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION