헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αἰσθάνομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αἰσθάνομαι αἰσθήσομαι ᾐσθόμην ᾔσθημαι

형태분석: αἰσθάν (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: a)i/+w

  1. 인지하다, 알아차리다, 관찰하다, 체포하다
  2. 이해하다, 파악하다
  3. 배우다, 알게 되다
  1. I perceive, apprehend, notice
  2. I understand
  3. I learn

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 αἰσθάνομαι

(나는) 인지한다

αἰσθάνει, αἰσθάνῃ

(너는) 인지한다

αἰσθάνεται

(그는) 인지한다

쌍수 αἰσθάνεσθον

(너희 둘은) 인지한다

αἰσθάνεσθον

(그 둘은) 인지한다

복수 αἰσθανόμεθα

(우리는) 인지한다

αἰσθάνεσθε

(너희는) 인지한다

αἰσθάνονται

(그들은) 인지한다

접속법단수 αἰσθάνωμαι

(나는) 인지하자

αἰσθάνῃ

(너는) 인지하자

αἰσθάνηται

(그는) 인지하자

쌍수 αἰσθάνησθον

(너희 둘은) 인지하자

αἰσθάνησθον

(그 둘은) 인지하자

복수 αἰσθανώμεθα

(우리는) 인지하자

αἰσθάνησθε

(너희는) 인지하자

αἰσθάνωνται

(그들은) 인지하자

기원법단수 αἰσθανοίμην

(나는) 인지하기를 (바라다)

αἰσθάνοιο

(너는) 인지하기를 (바라다)

αἰσθάνοιτο

(그는) 인지하기를 (바라다)

쌍수 αἰσθάνοισθον

(너희 둘은) 인지하기를 (바라다)

αἰσθανοίσθην

(그 둘은) 인지하기를 (바라다)

복수 αἰσθανοίμεθα

(우리는) 인지하기를 (바라다)

αἰσθάνοισθε

(너희는) 인지하기를 (바라다)

αἰσθάνοιντο

(그들은) 인지하기를 (바라다)

명령법단수 αἰσθάνου

(너는) 인지해라

αἰσθανέσθω

(그는) 인지해라

쌍수 αἰσθάνεσθον

(너희 둘은) 인지해라

αἰσθανέσθων

(그 둘은) 인지해라

복수 αἰσθάνεσθε

(너희는) 인지해라

αἰσθανέσθων, αἰσθανέσθωσαν

(그들은) 인지해라

부정사 αἰσθάνεσθαι

인지하는 것

분사 남성여성중성
αἰσθανομενος

αἰσθανομενου

αἰσθανομενη

αἰσθανομενης

αἰσθανομενον

αἰσθανομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 αἰσθήσομαι

(나는) 인지하겠다

αἰσθήσει, αἰσθήσῃ

(너는) 인지하겠다

αἰσθήσεται

(그는) 인지하겠다

쌍수 αἰσθήσεσθον

(너희 둘은) 인지하겠다

αἰσθήσεσθον

(그 둘은) 인지하겠다

복수 αἰσθησόμεθα

(우리는) 인지하겠다

αἰσθήσεσθε

(너희는) 인지하겠다

αἰσθήσονται

(그들은) 인지하겠다

기원법단수 αἰσθησοίμην

(나는) 인지하겠기를 (바라다)

αἰσθήσοιο

(너는) 인지하겠기를 (바라다)

αἰσθήσοιτο

(그는) 인지하겠기를 (바라다)

쌍수 αἰσθήσοισθον

(너희 둘은) 인지하겠기를 (바라다)

αἰσθησοίσθην

(그 둘은) 인지하겠기를 (바라다)

복수 αἰσθησοίμεθα

(우리는) 인지하겠기를 (바라다)

αἰσθήσοισθε

(너희는) 인지하겠기를 (바라다)

αἰσθήσοιντο

(그들은) 인지하겠기를 (바라다)

부정사 αἰσθήσεσθαι

인지할 것

분사 남성여성중성
αἰσθησομενος

αἰσθησομενου

αἰσθησομενη

αἰσθησομενης

αἰσθησομενον

αἰσθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ᾐσθανόμην

(나는) 인지하고 있었다

ᾐσθάνου

(너는) 인지하고 있었다

ᾐσθάνετο

(그는) 인지하고 있었다

쌍수 ᾐσθάνεσθον

(너희 둘은) 인지하고 있었다

ᾐσθανέσθην

(그 둘은) 인지하고 있었다

복수 ᾐσθανόμεθα

(우리는) 인지하고 있었다

ᾐσθάνεσθε

(너희는) 인지하고 있었다

ᾐσθάνοντο

(그들은) 인지하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔστι μὲν ὥσπερ δοκὸσ τῶν ἐκ τῆσ οἰκίασ, τὰσ δὲ καρδίασ αὐτῶν φασὶν ἐκλείχεσθαι, τῶν ἀπὸ τῆσ γῆσ ἑρπετῶν κατεσθόντων αὐτούσ τε καὶ τὸν ἱματισμὸν αὐτῶν, οὐκ αἰσθάνονται. (Septuagint, Litterae Ieremiae 1:20)

    (70인역 성경, Litterae Ieremiae 1:20)

  • εἶθ’ οἱ μὲν καλοῦσι τοὺσ ἰατρούσ, αἰσθάνονται γὰρ ὧν δέονται πρὸσ ἃ νοσοῦσιν οἱ δὲ φεύγουσι τοὺσ φιλοσόφουσ, οἰόνται γὰρ ἐπιτυγχάνειν ἐν οἷσ διαμαρτάνουσιν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 1:1)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 1:1)

  • εἶθ’ οἱ μὲν καλοῦσι τοὺσ ἰατρούσ, αἰσθάνονται γὰρ ὧν δέονται πρὸσ ἃ νοσοῦσιν οἱ δὲ φεύγουσι τοὺσ φιλοσόφουσ, οἰόνται γὰρ ἐπιτυγχάνειν ἐν οἷσ διαμαρτάνουσιν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 3:1)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 3:1)

  • ’ κατὰ τὸν Ἄρχιππον, παρελίπετε δεῖ γὰρ καὶ ἡμᾶσ μικρὰ προσοψωνῆσαι τούσ τε ὀρυκτοὺσ ἰχθύασ καλουμένουσ, οἳ ἐν Ἡρακλείᾳ γίγνονται καὶ περὶ Τίον τοῦ Πόντου τὴν Μιλησίων ἀποικίαν, ἱστοροῦντοσ περὶ αὐτῶν Θεοφράστου, ὁ δ’ αὐτὸσ οὗτοσ φιλόσοφοσ καὶ περὶ τῶν πηγνυμένων διὰ χειμῶνα τῷ κρυστάλλῳ ἱστόρησεν, οἳ οὐ πρότερον αἰσθάνονται οὐδὲ κινοῦνται πρὶν ἂν εἰσ τὰσ λοπάδασ ἐμβληθέντεσ ἕψωνται. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 24)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 24)

  • περικεχυμένου, οἱ μὲν αἰσθάνονται χρωμάτων διαφορᾶσ οἱ δ’ οὐκ αἰσθάνονται δι’ ἀμβλύτητα τῆσ ὄψεωσ· (Plutarch, Adversus Colotem, section 7 3:1)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 7 3:1)

유의어

  1. 인지하다

  2. 이해하다

  3. 배우다

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION