- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀδελφός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: adelphos 고전 발음: [아델포] 신약 발음: [아댈포]

기본형: ἀδελφός ἀδελφή ἀδελφόν

형태분석: ἀδελφ (어간) + ος (어미)

어원: 계사 α , δελφύς; cf. Lat. couterinus

  1. 2배의, 이중의
  2. 가까운, 친척의, 혈족의
  1. brotherly or sisterly
  2. double
  3. closely related, akin

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀδελφός

(이)가

ἀδελφή

(이)가

ἀδελφόν

(것)가

속격 ἀδελφοῦ

(이)의

ἀδελφῆς

(이)의

ἀδελφοῦ

(것)의

여격 ἀδελφῷ

(이)에게

ἀδελφῇ

(이)에게

ἀδελφῷ

(것)에게

대격 ἀδελφόν

(이)를

ἀδελφήν

(이)를

ἀδελφόν

(것)를

호격 ἀδελφέ

(이)야

ἀδελφή

(이)야

ἀδελφόν

(것)야

쌍수주/대/호 ἀδελφώ

(이)들이

ἀδελφά

(이)들이

ἀδελφώ

(것)들이

속/여 ἀδελφοῖν

(이)들의

ἀδελφαῖν

(이)들의

ἀδελφοῖν

(것)들의

복수주격 ἀδελφοί

(이)들이

ἀδελφαί

(이)들이

ἀδελφά

(것)들이

속격 ἀδελφῶν

(이)들의

ἀδελφῶν

(이)들의

ἀδελφῶν

(것)들의

여격 ἀδελφοῖς

(이)들에게

ἀδελφαῖς

(이)들에게

ἀδελφοῖς

(것)들에게

대격 ἀδελφούς

(이)들을

ἀδελφάς

(이)들을

ἀδελφά

(것)들을

호격 ἀδελφοί

(이)들아

ἀδελφαί

(이)들아

ἀδελφά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἤκουσαν δὲ πάντες οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ πάντα τὰ συμβεβηκότα αὐτῷ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ πάντες ὅσοι ἤδεισαν αὐτὸν ἐκ πρώτου. φαγόντες δὲ καὶ πιόντες παῤ αὐτῷ παρεκάλεσαν αὐτόν, καὶ ἐθαύμασαν ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐπήγαγεν ἐπ᾿ αὐτῷ ὁ Κύριος. ἔδωκε δὲ αὐτῷ ἕκαστος ἀμνάδα μίαν καὶ τετράδραχμον χρυσοῦ καὶ ἀσήμου. (Septuagint, Liber Iob 42:11)

    (70인역 성경, 욥기 42:11)

  • πεσόντα δέ μιν αἱ ἀδελφαὶ περιστᾶσαι πένθος μέγα ἐποίεον, ἔστε μετέβαλον τὰ εἴδεα, καὶ νῦν εἰσιν αἴγειροι καὶ τὸ ἤλεκτρον ἐπ αὐτῷ δάκρυον σταλάουσιν. (Lucian, De astrologia, (no name) 19:6)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 19:6)

  • ὥστε εἰ οὗτος ἐξ ἄλλου τινὸς ἀνδρὸς ἦν τῇ μητρυιᾷ καὶ οὐκ ἐκ τοῦ ἡμετέρου πατρός, οὐκ ἄν ποτε, ὦ ἄνδρες δικασταί, τοὺς ἑαυτῶν ἄνδρας αἱ ἀδελφαὶ μαρτυρεῖν ἐπέτρεψαν. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 17 2:5)

    (디오니시오스, chapter 17 2:5)

  • θρήνοις δ ἀδελφαὶ πρῶτα μὲν σὲ ὑμνήσομεν, ἔπειτ Ἀχιλλέα Θέτιδος ἐν πένθει ποτέ. (Euripides, Rhesus, episode, antistrophe 1 4:17)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, antistrophe 1 4:17)

  • ὥστε ἐκεῖνον μὲν αἱ ἀδελφαὶ θαπτέτωσαν ἐπὶ τῷ Ἠριδανῷ, ἵναπερ ἔπεσεν ἐκδιφρευθείς, ἤλεκτρον ἐπ᾿ αὐτῷ δακρύουσαι καὶ αἴγειροι γενέσθωσαν ἐπὶ τῷ πάθει, σὺ δὲ ξυμπηξάμενος τὸ ἁρ´μα - κατέαγε δὲ καὶ ὁ ῥυμὸς αὐτοῦ καὶ ἅτερος τῶν τροχῶν συντέτριπται - ἔλαυνε ὑπαγαγὼν τοὺς ἵππους. (Lucian, Dialogi deorum, 5:3)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 5:3)

유의어

  1. brotherly or sisterly

  2. 2배의

  3. 가까운

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION