- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀμφίθυρος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: amphithyros 고전 발음: [암피튀로] 신약 발음: [암피튀로]

기본형: ἀμφίθυρος ἀμφίθυρα ἀμφίθυρον

형태분석: ἀμφιθυρ (어간) + ος (어미)

어원: θύρα

  1. with double entrance
  2. a hall

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀμφίθυρος

(이)가

ἀμφίθύρα

(이)가

ἀμφίθυρον

(것)가

속격 ἀμφιθύρου

(이)의

ἀμφίθύρας

(이)의

ἀμφιθύρου

(것)의

여격 ἀμφιθύρῳ

(이)에게

ἀμφίθύρᾳ

(이)에게

ἀμφιθύρῳ

(것)에게

대격 ἀμφίθυρον

(이)를

ἀμφίθύραν

(이)를

ἀμφίθυρον

(것)를

호격 ἀμφίθυρε

(이)야

ἀμφίθύρα

(이)야

ἀμφίθυρον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀμφιθύρω

(이)들이

ἀμφίθύρα

(이)들이

ἀμφιθύρω

(것)들이

속/여 ἀμφιθύροιν

(이)들의

ἀμφίθύραιν

(이)들의

ἀμφιθύροιν

(것)들의

복수주격 ἀμφίθυροι

(이)들이

ἀμφίθυραι

(이)들이

ἀμφίθυρα

(것)들이

속격 ἀμφιθύρων

(이)들의

ἀμφίθυρῶν

(이)들의

ἀμφιθύρων

(것)들의

여격 ἀμφιθύροις

(이)들에게

ἀμφίθύραις

(이)들에게

ἀμφιθύροις

(것)들에게

대격 ἀμφιθύρους

(이)들을

ἀμφίθύρας

(이)들을

ἀμφίθυρα

(것)들을

호격 ἀμφίθυροι

(이)들아

ἀμφίθυραι

(이)들아

ἀμφίθυρα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ μετὰ τὴν τελευτὴν ἐκείνου τὸν ἀμφίθυρον οἶκον, ὃν κεκλεισμένον αὐτὸς συνεῖχεν, ὥσπερ ὄντως ἐν αὐτῷ τιθασεύων καθειργμένον τὸν πόλεμον, ἐξ ἀμφοτέρων ἀναπετάσαντες αἵματος καὶ νεκρῶν τὴν Ἰταλίαν ἐνέπλησαν: (Plutarch, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 4 6:2)

    (플루타르코스, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 4 6:2)

  • αὐτὸς δὲ διαδρὰς ἐκ τῆς οἰκίας ἀμφιθύρου οὔσης, ἐν ᾗ ἐφυλάσσετο ὡς ἀπολούμενος, διῆγεν ἐν Μεγάροις. (Plutarch, Vitae decem oratorum, , section 1 9:1)

    (플루타르코스, Vitae decem oratorum, , section 1 9:1)

  • οἶκον μὲν ὁρᾷς τόνδ ἀμφίθυρον πετρίνης κοίτης. (Sophocles, Philoctetes, choral, anapests1)

    (소포클레스, 필록테테스, choral, anapests1)

  • ὠκυτέρα μαλακᾶς ἀπὸ δίφρακος ἔδραμε τήνα ἰθὺ δι ἀμφιθύρω καὶ δικλίδος, ᾇ πόδες ἆγον. (Theocritus, Idylls, 43)

    (테오크리토스, Idylls, 43)

  • ἐκείνου δὲ διαλεγομένου Θεόγνιδι ἔμπειρος γὰρ ὢν ἐτύγχανον τῆς οἰκίας, καὶ ᾔδη ὅτι ἀμφίθυρος εἰή ἐδόκει μοι ταύτῃ πειρᾶσθαι σωθῆναι, ἐνθυμουμένῳ ὅτι, ἐὰν μὲν λάθω, σωθήσομαι, ἐὰν δὲ ληφθῶ, ἡγούμην μέν, εἰ Θέογνις εἰή πεπεισμένος ὑπὸ τοῦ Δαμνίππου χρήματα λαβεῖν, οὐδὲν ἧττον ἀφεθήσεσθαι, εἰ δὲ μή, ὁμοίως ἀποθανεῖσθαι. (Lysias, Speeches, 17:2)

    (리시아스, Speeches, 17:2)

유의어

  1. with double entrance

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION