Ancient Greek-English Dictionary Language

ψῑλός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ψῑλός ψῑλή ψῑλόν

Structure: ψῑλ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. naked, bare
  2. bald, smooth
  3. unclad, uncovered
  4. small, frail, delicate
  5. (military) light (troops)
  6. unarmed
  7. (of words) without meter (i.e. prose)
  8. (poetry) without music (Epic vs Lyrical)
  9. (singing) without music (a capella)
  10. (music) without singing (instrumentals)
  11. (grammar) without the rough breathing (i.e. with the smooth breathing)
  12. (grammar) describing the unaspirated voiceless stops, π ‎(p), τ ‎(t), κ ‎(k), as opposed to the aspirated voiceless stops, φ ‎(ph), χ ‎(kh), θ ‎(th)

Examples

  • ὁ δὲ τόποσ καὶ πεδίον ἦν τῇ φάλαγγι βάσεωσ ἐπιπέδου καὶ χωρίων ὁμαλῶν δεομένῃ, καὶ λόφοι συνεχεῖσ ἄλλοσ ἐξ ἄλλου τοῖσ γυμνητεύουσι καὶ ψιλοῖσ ἀναφυγὰσ καὶ περιδρομὰσ ἔχοντεσ, διὰ μέσου δὲ ποταμοὶ ῥέοντεσ Αἴσων καὶ Λεῦκοσ οὐ μάλα βαθεῖσ τότε ̔θέρουσ γὰρ ἦν ὡρ́α φθίνοντοσ’ ἐδόκουν τινὰ δυσεργίαν ὅμωσ τοῖσ Ῥωμαίοισ παρέξειν. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 16 5:1)
  • ἀρκεῖ γὰρ ὅσον εἰσ τὴν παροῦσαν ὑπόθεσιν ἡρ́μοττεν εἰρῆσθαι, ὅτι διαλλάττει καὶ βραχεῖα συλλαβὴ βραχείασ καὶ μακρὰ μακρᾶσ καὶ οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει δύναμιν οὔτ’ ἐν λόγοισ ψιλοῖσ οὔτ’ ἐν ποιήμασιν ἢ μέλεσιν διὰ μέτρων ἢ ῥυθμῶν κατασκευαζομένοισ πᾶσα βραχεῖα καὶ πᾶσα μακρά. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1518)
  • "καὶ περιελὼν τὴν συντομίαν τὴν ὑπάρχουσαν ἐν τοῖσ ψιλοῖσ κιθαρισταῖσ χρώματά τε εὔχροα πρῶτοσ ἐκιθάρισε καὶ ἰάμβουσ καὶ μάγαδιν, τὸν καλούμενον συριγμόν· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 39 1:29)
  • καὶ προσεγίνοντο πολλοὶ τῶν αὐτόθι βοτήρων Καὶ ποιμένων αὐτοῖσ, πλῆκται Καὶ ποδώκεισ ἄνδρεσ, ὧν τούσ μὲν ὥπλιζον, τοῖσ δὲ προδρόμοισ Καὶ ψιλοῖσ ἐχρῶντο. (Plutarch, chapter 9 3:2)
  • γινομένων δὲ τούτων καὶ τῶν ψιλῶν τοὺσ Ἰλλυριοὺσ περισπώντων καὶ διαταραττόντων, συνιδὼν ὁ Φιλοποίμην οὐ μέγα ὂν ἔργον ἐπιθέσθαι τοῖσ ψιλοῖσ καὶ τὸν καιρὸν ὑφηγούμενον τοῦτο, πρῶτον μὲν ἔφραζε τοῖσ βασιλικοῖσ , ὡσ δὲ οὐκ ἔπειθεν, ἀλλὰ μαίνεσθαι δοκῶν κατεφρονεῖτο, οὐδέπω μεγάλησ οὐδὲ ἀξιοπίστου πρὸσ τηλικοῦτο στρατήγημα δόξησ περὶ αὐτὸν οὔσησ, αὐτὸσ ἐμβάλλει συνεπισπασάμενοσ τοὺσ πολίτασ. (Plutarch, Philopoemen, chapter 6 3:1)

Synonyms

  1. naked

  2. bald

  3. unclad

  4. light

  5. unarmed

  6. without music

  7. without music

  8. without the rough breathing

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION