Ancient Greek-English Dictionary Language

λειότης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λειότης λειότες

Structure: λειοτη (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. smoothness

Examples

  • σκληρότησ μὲν οὖν καὶ μαλακότησ καὶ γλισχρότησ καὶ κραυρότησ καὶ κουφότησ καὶ βαρύτησ καὶ πυκνότησ καὶ ἀραιότησ καὶ λειότησ καὶ τραχύτησ καὶ παχύτησ καὶ λεπτότησ ἁπταὶ διαφοραὶ καὶ εἴρηται περὶ πασῶν Ἀριστοτέλει καλῶσ. (Galen, On the Natural Faculties., , section 65)
  • δεξιὰ δὲ τὰ δεξιὰ καὶ τὰ ἀριστερὰ ἀριστερὰ τοὐναντίον, ὅταν μεταπέσῃ συμπηγνύμενον ᾧ συμπήγνυται φῶσ, τοῦτο δέ, ὅταν ἡ τῶν κατόπτρων λειότησ, ἔνθεν καὶ ἔνθεν ὕψη λαβοῦσα, τὸ δεξιὸν εἰσ τὸ ἀριστερὸν μέροσ ἀπώσῃ τῆσ ὄψεωσ καὶ θάτερον ἐπὶ θάτερον. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 181:2)
  • "ἡ δὲ λειότησ πυκνότητι γέγονεν ὑπὸ ψυχρότητοσ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 3, 6:13)
  • πρῶτον μὲν ἡ λειότησ αὐτοῦ τὴν ὁμαλότητα τῶν μορίων ἐπιδείκνυται· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 6, 3:5)
  • διόπερ οὔτε ἡ Παρία λύγδοσ οὔτ’ ἄλλη θαυμαζομένη πέτρα τοῖσ Ἀραβίοισ λίθοισ ἐξισωθῆναι δύναται, ὧν λαμπροτάτη μὲν ἡ λευκότησ, βαρύτατοσ δὲ ὁ σταθμόσ, ἡ δὲ λειότησ ὑπερβολὴν ἑτέροισ οὐκ ἀπολείπουσα. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 52 9:1)

Synonyms

  1. smoothness

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION