τηρέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
τηρέω
Structure:
τηρέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to watch over, take care of, guard
- to take care that
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τὸ μὲν γὰρ ἐκ διαστήματοσ πολλοῦ μὴ τρέχειν ἤμελλεν ἀκεραίουσ τοῖσ σώμασι τοὺσ ἀγωνιζομένουσ τηρήσειν εἰσ τὴν μάχην, τὸ δ’ ἐγγὺσ ὄντασ δρόμῳ προσιέναι τὰσ τῶν τόξων βολὰσ καὶ τῶν ἄλλων βελῶν ὑπερπετεῖσ ἐδόκει ποιήσειν. (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 23 2:4)
- τῆσ γὰρ γυναικὸσ αὐτοῦ, θυγατρὸσ δ’ Ἑρμοκράτουσ, κατὰ τὴν ἀπόστασιν τῶν ἱππέων ἀνῃρημένησ, ἔσπευδε τεκνοποιήσασθαι, διαλαμβάνων τῇ τῶν γεννηθέντων εὐνοίᾳ βεβαιότατα τηρήσειν τὴν δυναστείαν. (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 43 14:1)
- ἔφη γὰρ διὰ τῆσ ἀποκρίσεωσ τηρήσειν ἅμα καὶ τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν εὐδόκησιν τοῦ Διονυσίου, καὶ οὐ διεψεύσθη. (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 6 5:3)
- ἀδοξεῖν γὰρ ἀπεφήνατο τὴν Σπάρτην τοῖσ μὲν Πέρσαισ ἐκδότουσ πεποιημένην τοὺσ κατὰ τὴν Ἀσίαν Ἕλληνασ, αὐτὴν δὲ συσκευαζομένην τὰσ κατὰ τὴν Ἑλλάδα πόλεισ, ἐν ταῖσ κοιναῖσ συνθήκαισ ὀμόσασαν τηρήσειν αὐτονόμουσ. (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 17 17:3)
- τοῦ δὲ Σαναβαλλέτου μὴ μόνον τηρήσειν αὐτῷ τὴν ἱερωσύνην, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀρχιερατικὴν παρέξειν δύναμιν καὶ τιμὴν ὑπισχνουμένου καὶ πάντων ἀποδείξειν ὧν αὐτὸσ ἐπῆρχεν τόπων ἡγεμόνα βουλόμενον συνοικεῖν αὐτοῦ τῇ θυγατρί, καὶ λέγοντοσ οἰκοδομήσειν ναὸν ὅμοιον ὄντα τῷ ἐν τοῖσ Ιἑροσολύμοισ ἐπὶ τοῦ Γαριζεὶν ὄρουσ, ὃ τῶν κατὰ τὴν Σαμάρειαν ὀρῶν ἐστιν ὑψηλότατον, καὶ ταῦτα ποιήσειν ἐπαγγελλομένου μετὰ τῆσ Δαρείου γνώμησ τοῦ βασιλέωσ, ἐπαρθεὶσ ταῖσ ὑποσχέσεσιν ὁ Μανασσῆσ παρέμενεν τῷ Σαναβαλλέτῃ τὴν ἀρχιερωσύνην οἰόμενοσ ἕξειν Δαρείου δόντοσ· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 11 367:1)
Synonyms
-
to watch over
-
to take care that
- παρατηρέω (to take care)
- ἐντρέπω (to take care that)
- εἰσοράω (to take care)
- ἐπιτηδεύω (to take care, use)
- ἀντιθεραπεύω (to take care of in return)
- προκήδομαι (to take care of, take thought for)
- ἱματιοφυλακέω (to take care of clothes)
- παιδοκομέω (to take care of a child)
- προστατεύω (to provide or take care that . .)
- προνοέω (to provide, to take care to do)
- ἀκηδέω (to take no care for, no heed of)
- μεγαίρω (I care)
- μέλω (to care for)
- ὀπίζομαι (to care for)
- ἀλέγω (to care for)
- μελεδαίνω (cares)
- ἀμφιπολεύω (to be busied about, take care of, to take care of)
- φυλάσσω ( I take heed, take care, am on guard)
- κομέω (to take care of, attend to, tend)
- ὀρφανεύω (to take care of, rear orphans, to be an orphan)
- συναίνυμαι (to take up)
- ὀρέγω ( I take)
- ἀναιρέω (to take up)
- ἀναιρέω (, to take up)
- ἐξαναιρέω (to take out of)
- ἀποδέχομαι (to take)
- ἀναλαμβάνω (to take up)
- ὑπολαμβάνω (I take up)
- προτιμάω (to care for, take heed of, reck of)
Derived
- διατηρέω (to watch closely, observe, to keep faithfully)
- ἐπιτηρέω (to look out for)
- παρατηρέω (to watch closely, observe narrowly, to watch one's opportunity)
- συντηρέω (to preserve together, to watch one's opportunity)