- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκρίνω?

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration: synkrinō

Principal Part: συγκρίνω συγκρινῶ

Structure: συγ (Prefix) + κρίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to compound
  2. to compare, to measure, estimate

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκρίνω συγκρίνεις συγκρίνει
Dual συγκρίνετον συγκρίνετον
Plural συγκρίνομεν συγκρίνετε συγκρίνουσι(ν)
SubjunctiveSingular συγκρίνω συγκρίνῃς συγκρίνῃ
Dual συγκρίνητον συγκρίνητον
Plural συγκρίνωμεν συγκρίνητε συγκρίνωσι(ν)
OptativeSingular συγκρίνοιμι συγκρίνοις συγκρίνοι
Dual συγκρίνοιτον συγκρινοίτην
Plural συγκρίνοιμεν συγκρίνοιτε συγκρίνοιεν
ImperativeSingular συγκρίνε συγκρινέτω
Dual συγκρίνετον συγκρινέτων
Plural συγκρίνετε συγκρινόντων, συγκρινέτωσαν
Infinitive συγκρίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκρινων συγκρινοντος συγκρινουσα συγκρινουσης συγκρινον συγκρινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκρίνομαι συγκρίνει, συγκρίνῃ συγκρίνεται
Dual συγκρίνεσθον συγκρίνεσθον
Plural συγκρινόμεθα συγκρίνεσθε συγκρίνονται
SubjunctiveSingular συγκρίνωμαι συγκρίνῃ συγκρίνηται
Dual συγκρίνησθον συγκρίνησθον
Plural συγκρινώμεθα συγκρίνησθε συγκρίνωνται
OptativeSingular συγκρινοίμην συγκρίνοιο συγκρίνοιτο
Dual συγκρίνοισθον συγκρινοίσθην
Plural συγκρινοίμεθα συγκρίνοισθε συγκρίνοιντο
ImperativeSingular συγκρίνου συγκρινέσθω
Dual συγκρίνεσθον συγκρινέσθων
Plural συγκρίνεσθε συγκρινέσθων, συγκρινέσθωσαν
Infinitive συγκρίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκρινομενος συγκρινομενου συγκρινομενη συγκρινομενης συγκρινομενον συγκρινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εἰσαγέσθω δὲ πρῶτος Ἰσοκράτης, καὶ τούτου λαμβανέσθω λέξις ἐκ τοῦ περὶ τῆς εἰρήνης λόγου χαριέστατα δοκοῦσα ἔχειν, ἣν αὐτὸς ἐν τῷ περὶ τῆς ἀντιδόσεως λόγῳ προφέρεται μέγα ἐπ αὐτῇ φρονῶν, δι ἧς συγκρίνει τὴν ἐπὶ τῶν προγόνων πολιτείαν τῇ τότε καθεστώσῃ καὶ τὰς πράξεις τὰς παλαιὰς ἀντιπαρατίθησι ταῖς νέαις, τὰς μὲν ἀρχαίας ἐπαινῶν τὰς δ ἐν τῷ καθ ἑαυτὸν χρόνῳ μεμφόμενος, τῆς τε μεταβολῆς τῆς ἐπὶ τὰ χείρω τοὺς δημαγωγοὺς ἀποφαίνων αἰτίους ὡς οὐ τὰ κράτιστα εἰσηγουμένους ἀλλὰ τὰ πρὸς ἡδονὴν τῷ πλήθει δημηγοροῦντας. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 171)
  • εἰσαγέσθω δὴ μετὰ τοῦτον ὁ Δημοσθένης, καὶ λαμβανέσθω κἀκείνου λέξις ἐκ μιᾶς τῶν κατὰ Φιλίππου δημηγορίας, δι ἧς καὶ αὐτὸς συγκρίνει τὰ καθ ἑαυτὸν ἔργα τοῖς ἐπὶ τῶν προγόνων καὶ τοὺς νέους δημαγωγοὺς τοῖς παλαιοῖς, οὐ καθ ἓν ἔργον ἕκαστον ἀρχαῖον ἔργῳ καινῷ παρατιθεὶς οὐδὲ πάντα μικρολογῶν συγκρίσει, ἀλλὰ ὅλῃ τῇ θέσει ποιούμενος ὅλην τὴν ἀντίθεσιν διεξοδικὴν οὕτως: (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 211)
  • Ἐμπεδοκλῆς δ ἐκ μικροτέρων ὄγκων τὰ στοιχεῖα συγκρίνει, ἅπερ ἐστὶν ἐλάχιστα καὶ οἱονεὶ στοιχεῖα στοιχείων. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 1, 3:1)
  • πολλαχοῦ γοῦν αὐτῷ ἡ μὲν φιλία διακρίνει τὸ δὲ νεῖκος συγκρίνει. (Aristotle, Metaphysics, Book 1 90:1)
  • Οὐ διακεκρίσθαι δ εἰς τοὺς οἰκείους τόπους ἕκαστον, ὅτι ἡ περιφορὰ σφίγγουσα καὶ πρὸς τὸν μέσον συνάγουσα συγκρίνει τὰ μικρά, τὰ δὲ διακρίνει, τὰ μεγάλα. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 70:1)

Synonyms

  1. to compound

  2. to compare

Related

명사

형용사

동사

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION