- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκύλαξ?

3군 변화 명사; 남/여성 동물 로마알파벳 전사: skylax 고전 발음: [뀔락] 신약 발음: [뀔락]

기본형: σκύλαξ σκύλακος

형태분석: σκυλακ (어간) + ς (어미)

어원: σκύλλω

  1. 강아지
  2. 동물의 새끼
  1. young dog, whelp, puppy
  2. dog
  3. (of other young animals) whelp

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σκύλαξ

강아지가

σκύλακε

강아지들이

σκύλακες

강아지들이

속격 σκύλακος

강아지의

σκυλάκοιν

강아지들의

σκυλάκων

강아지들의

여격 σκύλακι

강아지에게

σκυλάκοιν

강아지들에게

σκύλαξι(ν)

강아지들에게

대격 σκύλακα

강아지를

σκύλακε

강아지들을

σκύλακας

강아지들을

호격 σκύλαξ

강아지야

σκύλακε

강아지들아

σκύλακες

강아지들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔφερε δὲ ὁ ἐπέραστος ἐν ταῖς ἀγκάλαις ἀθυρμάτιον ἄρκτου σκύλακα τὸ λάσιον αὐτῷ προσεοικότα. (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 51)

    (루키아노스, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 51)

  • θήλειαν μὲν μετὰ μῆνα ἑνδέκατον ἐξάγειν ἐπὶ θήραν, πρόσθεν δὲ ἔτι ἀπὸ δεκάτου μηνός, εἰ εὐπαγὴς τύχοι καὶ μὴ ὑγρομελής, λαγῶ ἀπὸ χειρὸς ἀφιέναι ἐν χωρίῳ περιφανεῖ, καὶ τὴν μὲν ἐγγύθεν ἐφιέναι τῷ λαγῷ τήν τε ὄψιν αὐτὴν ἐμπίμπλασθαι καὶ ἐγγὺς ὁρῶσαν μετ᾿ ἐλπίδος ἀγαθῆς πονεῖν, κύνα δὲ ἄλλην τελείαν ἐφιέναι ὕστερον, ὡς μὴ ἐπὶ πολὺ κακοπαθῆσαι τὴν σκύλακα μηδὲ ἀπαγορεῦσαι ὑπὸ καμάτου. (Arrian, Cynegeticus, chapter 25 1:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 25 1:1)

  • ἀλλ᾿ ἵστασθαι μὲν τὸν ἔχοντα τὴν σκύλακα ἐν χωρίῳ, ὁποῖον ἤδη μοι λέλεκται, κρυπτόμενον οἷ μάλιστα τεκμήραιτο ἄν τις ὅτι πονούμενος ὁ λαγὼς ὑποκάμψας ἥξει. (Arrian, Cynegeticus, chapter 25 7:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 25 7:1)

  • μὴ θάμβει, μάστιγα Μυροῦς ἐπὶ σάματι λεύσσων, γλαῦκα, βιόν, χαροπὰν χᾶνα, θοὰν σκύλακα. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4251)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4251)

  • Ἕλληνες μὲν λέγουσι Καμβύσεα συμβαλεῖν σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός, θεωρέειν δὲ καὶ τὴν γυναῖκα ταύτην, νικωμένου δὲ τοῦ σκύλακος ἀδελφεὸν αὐτοῦ ἄλλον σκύλακα ἀπορρήξαντα τὸν δεσμὸν παραγενέσθαι οἱ, δύο δὲ γενομένους οὕτω δὴ τοὺς σκύλακας ἐπικρατῆσαι τοῦ σκύμνου. (Herodotus, The Histories, book 3, chapter 32 2:2)

    (헤로도토스, The Histories, book 3, chapter 32 2:2)

유의어

  1. 강아지

  2. 동물의 새끼

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION