헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκυλάκευμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκυλάκευμα σκυλάκευματος

형태분석: σκυλακευματ (어간)

  1. 동물의 새끼, 강아지, 새끼
  1. a whelp, cub

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σκυλάκευμα

동물의 새끼가

σκυλακεύματε

동물의 새끼들이

σκυλακεύματα

동물의 새끼들이

속격 σκυλακεύματος

동물의 새끼의

σκυλακευμάτοιν

동물의 새끼들의

σκυλακευμάτων

동물의 새끼들의

여격 σκυλακεύματι

동물의 새끼에게

σκυλακευμάτοιν

동물의 새끼들에게

σκυλακεύμασιν*

동물의 새끼들에게

대격 σκυλάκευμα

동물의 새끼를

σκυλακεύματε

동물의 새끼들을

σκυλακεύματα

동물의 새끼들을

호격 σκυλάκευμα

동물의 새끼야

σκυλακεύματε

동물의 새끼들아

σκυλακεύματα

동물의 새끼들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀχρεῖον σκυλάκευμα, κακὰ μερίσ, ἔρρε ποθ’ Αἵδαν, ἔρρε· (Plutarch, Lacaenarum Apophthegmata, , section 13)

    (플루타르코스, Lacaenarum Apophthegmata, , section 13)

  • ἀχρεῖον σκυλάκευμα, κακὰ μερίσ, ἔρρε ποθ’ Αἵδαν, ἔρρε· (Plutarch, Lacaenarum Apophthegmata, , section 1 2:2)

    (플루타르코스, Lacaenarum Apophthegmata, , section 1 2:2)

  • Ἀμφίων καὶ Ζῆθε, Διὸσ σκυλακεύματα, Δίρκην κτείνατε τάνδ’ ὀλέτιν ματέροσ Ἀντιόπασ, δέσμιον ἣν πάροσ εἶχε διὰ ζηλήμονα μῆνιν· (Unknown, Greek Anthology, book 3, chapter 71)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 3, chapter 71)

  • ἔρρε κακὸν σκυλάκευμα, κακὰ μερίσ, ἔρρε ποθ’ ᾅδαν ἔρρε· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 433 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 433 1:1)

유의어

  1. 동물의 새끼

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION